παρα-κείμενα

Κυριακή, Δεκεμβρίου 30, 2007

91 ~ πρωτοχρονιά, ii



ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ

Οι πύλες του χρόνου ανοίγουν,
όπως κι εκείνες της γλώσσας,
στο άγνωστο.
Χτες βράδυ μου είπες:
αύριο
θα πρέπει να ετοιμάσουμε ορισμένα σημεία,
να ζωγραφίσουμε κάποιο τοπίο, να φτιάξουμε ένα σχέδιο
πάνω στη διπλή σελίδα
του χαρτιού και της ημέρας.
Αύριο θα πρέπει να επινοήσουμε
απ' την αρχή
στην πραγματικότητα αυτού του κόσμου.

Octavio Paz
*απόδοση: Μάγια-Μαρία Ρούσσου



ΚΑΓΚΕΡΟ-ΝΙΚΚΙ
(Ημερολόγιο ενός εφήμερου)


Ήρθε και η Πρωτοχρονιά, και τη δέκατη πέμπτη ημέρα οι υπηρέτες του αγοριού άναψαν γιορταστικές φωτιές για να διώξουν τους διαβόλους. Έκαναν ένα πάρτι που κράτησε μέχρι αργά τη νύχτα. «Ησυχάστε λίγο», φώναξε κάποιος, και πήγα στην άκρη του δωματίου για να δω. Το φεγγάρι έλαμπε και τα βουνά στην ανατολή άστραφταν θαμπά και παγωμένα μέσα στην ομίχλη. Ακούμπησα ήσυχα σε μια κολόνα και σκέφτηκα τον εαυτό μου, τη μοναξιά μου, την επιθυμία μου να πάω σ' ένα ναό κάπου στο βουνό, και πως από το τέλος του καλοκαιριού, εδώ και πέντε μήνες, δεν τον είχα δει. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. «Θα ένωνα το τραγούδι μου με αυτό της τσίχλας», ψιθύρισα στον εαυτό μου, «αλλά η τσίχλα ξέχασε πως είναι Πρωτοχρονιά».

Η μητέρα του Μιτσιτσούνα
-Aνθολογία Ιαπωνικής Λογοτεχνίας-
μτφ: Αλεξάνδρα Σωτηρίου



ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΧΙΟΝΙ

Καλή χρονιά, η πρώτη χωριστά
Καλή σου χρονιά!
Εγώ εδώ κι εσύ στο πουθενά
να σε σκέφτομαι ξανά
...
Καλή χρονιά ευχή και προσευχή
Καλή μας αρχή
Να μ' αγαπάς, να ντύνεσαι ζεστά

κάνει κρύο χωριστά...

Dulce Pontes / Μιχάλης Γκανάς(με την Ελευθερία Αρβανιτάκη)

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 20, 2007

90 ~ Χριστούγεννα, ii



  • ... και Χριστούγεννα 2006

  • REVERSIBILITAT ή
    ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΖΑΛΤΣΜΠΟΥΡΓΚ


    ...Ανοίγω το πάράθυρο στο παγωμένο πρωινό' σπίτια ακόμη σκοτεινά' αέρας ήδη ξένος απ' την όσφρηση.
    Αργά οπισθοβατώ κι εγώ προς το κρεβάτι
    Ένα μικρό τρανζίστορ μεταδίδει κάλαντα (πολυφωνίες παιδικές και χάλκινα πνευστά).
    Με ένδυμα του Βορρά, εν τέλει (πλατύγυρο καπέλο και κασκόλ)
    φτάνουμε από τα σκαλοπάτια - χθες το βράδυ - στην υποδοχή.
    Η πανδοχέας υποκλίνεται ευγενικά. Νεότερη έπαιζε άρπα,
    τώρα απλώνει το δεξί της χέρι (σε αθέατες χορδές) και παίρνει το κλειδί.

    Το ρεστοράν ευφραίνεται κατάμεστο.
    Βλέπουν την πλάτη μου οι θαμώνες καθώς περνώ την είσοδο.
    Αφήνω αμέσως το μικρό μου φιλοδώρημα γνέφοντας για καφέ.
    Παραμονή των Χριστουγέννων. Εισπράττω ευχές αγνώστων...

    Κώστας Μαυρουδής
    -η λέξη, τ.183-



    ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

    Στο κέντρο του αγρού ένας Αμνός
    κι απ' την αρσενική καρδιά του το διανοητικό αίμα αναβλύζει, αναβλύζει, όλο αναβλύζει
    για να γεμίσει το ποτήρι που είναι τώρα ποίημα, ακινησία
    που προς αυτήν η πομπή πηγαίνει βουβαμένη
    απ' τη μουσική του κόσμου σαν κάτι να την τραβάει να επιστρέψει.

    Τον είχα ξεχάσει Αυτόν.
    Το φαρμακερό πράσινο επιστρέφει
    λόγχες του Ελοχίμ
    κόβουν τις πληγές της νοσταλγίας σε τραγούδι.

    Κι απ' αυτό το άνοιγμα στο αίμα μια γυναίκα
    στο κέντρο του αγρού διαταράσσει τη γυμνότητα
    που φοβόμαστε ν' αγγίξουμε αλλά μας ρούφαγε μέσα της εκείν' η λαγνεία
    (γιατί ο Έρωτας έχει διαταγές άλλες μέσα στις διαταγές)
    τα στήθη της στάζοντας λυτρωτικά γάλα στη δίψα του χεριού
    η μήτρα της η θήκη της καρδιάς στη διανοητική ορμή,

    λυσσάει εκεί
    στα ακρότατα του Βρέφους.
    Αυτές είναι οι επίφοβες φάσεις του ερυθρού.
    Την είχα ξεχάσει αυτή.
    Που προς Αυτήν η πομπή έρχεται.
    Φρέσκο το πρωινό ξεσπάει και τους διασχίζει
    οι ερωτικοί στίχοι ξεθωριάζουν. Προσκυνητές
    με τα εμβλήματα της σεξουαλικής αγωνίας,
    τους αμφορείς του πόθου, τα σχοινιά της δύναμης,
    οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες
    διασχίζοντας το πράσινο έρχονται στο Βρέφος.
    Είχα ξεχάσει τον Αμνό.

    Κι είδα μια γυναίκα εκεί που έψαχνα γι' Αυτόν
    ένα θηρίο πληγωμένο στη νυφική παστάδα απ' όπου έρεε

    ο Έρωτας κρουνός.

    Robert Duncan
    -Σύγρονοι Αμερικανοί Ποιητές-
    *μτφ: Κατεριίνα Αγγελάκη-Ρουκ



    ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

    Χριστούγεννα, κι ό,τι αρχίζω μού πηγαίνει στραβά
    Πάντα με πάει σ’ ενός σταυρού τα καρφιά
    και πότε-πότε τα καρφώνω κι εγώ
    σε άλλον αμνό.
    Έτσι ήταν πάντα κι έτσι θάναι ξανά

    Χριστούγεννα, τι φταίω που αν λείπεις η ζωή μου διψά
    Το γαϊδουράκι της τραβάει αργά
    να βρει ένα πανδοχείο νυχτερινό
    να 'ναι ανοιχτό
    ή έστω μια φάτνη να χωράει το κενό

    Χριστούγεννα, χωρίς αυτά ο χρόνος δεν ξεκινά
    Βοσκούς μαζεύω, μάγους από μακριά
    Γιορτάζω για ν' αλλάξουμε οριστικά

    Χρόνια πολλά
    χωρίς να προσποιούμαι τίποτα πια


    Φοίβος Δεληβοριάς

    Ετικέτες ,

    permalink σχoλια: 2 ...

    Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2007

    89 ~ μυρωδιές, ii



    Με τα χρόνια που πέρασαν παρόντα τώρα μεσ' στην
    ώρα αυτή
    και τυχαίες γύρω πνοές αρωμάτων
    που ζητούν να πάρουνε πρόσωπο
    ας κοιτάξουμε τον κόσμο μ' έναν έρωτα καινούργιο

    Ανδρέας Φωκάς


    ΤΟ ΑΙΜΑ ΠΟΥ ΜΕ ΖΑΛΙΖΕ

    Μπερδεμένα πουλιά και σκοτάδια
    στον ύπνο μου δίχως όνειρα
    χαμηλώνω
    Ξεχνιέμαι ξεχνιέμαι
    στο φωνήεν σου σώμα
    ψηλό υπερώο
    το αίμα που με ζάλιζε
    παραμιλώντας τον πυρετό του
    βουλιάζοντας το νησί στους σφυγμούς του
    Πανύψηλα χόρτα και αρωματικά
    τα φύκια του έρωτα οι αμμουδιές
    του σώματος που έλαμπαν σκοτάδι
    καταργούσαν τα σύνορα του ονείρου
    που ακόμη
    δεν σε είχα αγγίξει που μόλις
    εκείνη τη στιγμή σε άγγιζα
    Και το πλήθος των ερωτημάτων
    που κατέρρεε
    και ανοίγανε σφυρίζοντας οι πόρτες
    όλων των μυστικών
    και όλων των φόβων
    Που ήσουν εσύ το μυστήριο και
    Δεν ήσουν εσύ

    Ζέφη Δαράκη
    -Το σώμα δίχως αντικλείδι-



    Ο ΠΟΘΟΣ ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΣΩΘΙΚΑ

    Ήταν και που το σπίτι της ­ κάπου κοντά στο Φάληρο ­ βλέπει κατ' ευθείαν στη θάλασσα, ήταν και που, σε πανσέληνο, από το σπίτι της φαίνεται το φεγγάρι, ήταν και που πάντα, σε κάθε πανσέληνο, τα καλοκαίρια, ο κόσμος να χαλάσει, θα μας φώναζαν να απολαύσουμε το θέαμα από το μπαλκόνι τους, ήταν και που λέγονται τόσα για το τι μπορεί να συμβαίνει στην ψυχή μας μια νύχτα με πανσέληνο, ήταν και που απόψε, δεν ξέρω τι διάβολο άρωμα είχε βάλει επάνω της και μοσχομύριζε τόσο...
    Της το είπα, δεν άντεξα, «τι διάβολο κολόνια έβαλες, ρε Βάσω;». «Δεν έχω βάλει καμιά κολόνια, η ιδέα σου είναι' έλα κοντά να με μυρίσεις». Και πήγα κοντά και τη μύρισα. Πράγματι, δεν είχε βάλει κολόνια. Και όμως μύριζε. Εξουθενωτικά, απελπισμένα.
    «Τι κάθεσαι;. Δεν θα βγεις από το αμάξι; Δεν θα 'ρθεις επάνω; Τι άλλαξε; Θα μ' αφήσεις ν' ανέβω μόνη;».
    Και βγήκα από το αμάξι και πήγα επάνω και δεν την άφησα μόνη.
    Στο ασανσέρ αμίλητοι, στο πλατύσκαλο του τρίτου αμίλητοι και μέχρι να βγάλει το κλειδί, ν' ανοίξει την πόρτα, αμίλητοι.
    Εκείνη να κοιτάζει συνέχεια εμένα και εγώ το δάπεδο. Και το άρωμά της ν' απλώνεται, να με διαπερνά.

    Κώστας Μουρσελάς


    ΛΕΥΚΟ ΜΟΥ ΓΙΑΣΕΜΙ

    Είναι φορές που χωρίς αφορμή
    κάτι γιορτάζει βαθιά στο κορμί
    και ξαναβλέπεις το φως
    σα νά 'σουν χρόνια τυφλός

    κι ένας αέρας ζεστός
    γιασεμιά φορτωμένος
    φυσάει φουντωμένος...


    Παναγιώτης Καλαντζόπουλος / Μιχάλης Γκανάς
    (με την Έλλη Πασπαλά)

    Ετικέτες

    permalink σχoλια: 0 ...