παρα-κείμενα

Κυριακή, Ιουνίου 17, 2012

204 ~ κλάματα, ii



Το κλάμα σου καλώδιο — το πιάνω με βρεμένα χέρια.

Μιχάλης Γκανάς


Η ΚΙΟΝΟΣΤΟΙΧΙΑ ΣΤΟΥΣ ΚΑΡΛΟΒΥ ΒΑΡΥ

Απ' τη στιγμή που άκουσα
στο τηλέφωνο το κλάμα σου,
δύσκολα μπορώ να πιστέψω στις αγάπες
που γι' αυτές πήραν όρκο
ως τον θάνατο.

Τέτοιες αγάπες δεν υπάρχουν στη ζωή.
Αλλά μήπως υπήρξανε ποτέ;
Μπορεί.
Τα δάκρυά σου όμως ποτέ δεν θα ξανακολλήσουν
τη σπασμένη σφραγίδα των μάταιων υποσχέσεων.

Η πηγή τινάζει ψηλά
νερό και νερό
που καυτό ακόμα ξαναπέφτει στο κοχύλι
σαν λαβωμένο πουλί
με ολάνοιχτες φτερούγες.
Είναι άσπρες.

Μερικά βήματα πιο πέρα απ' τη θερμοπηγή
η κιονοστοιχία υφαίνει κάθε μέρα
εκατοντάδες βήματα
σε μια λάγνη γαλήνη από ώρες.

Κι εγώ τόσον καιρό αναθεμάτιζα τους ποιητές
που τραγουδούν τον έρωτα
ώσπου αντιλήφθηκα στην κιονοστοιχία
δυο μάτια γεμάτα λάμψη.

Πήγα προς το μέρος τους
πάλι όμως με αποφεύγαν με το βλέμμα,
ώσπου γύριζα πίσω
και τα ξανάβρισκα μπροστά μου.
Τι απαλές μαλάξεις για τα εξαίσια χείλη
θα ήταν ίσως τα φιλιά!

Να ζήσουν όμως και οι αγάπες
που δεν διαρκούν περισσότερο απ' το χιόνι
που αργοπετάει τον Απρίλη,
κάθε φορά που του πόθου η φλόγα σβήνει
και η αγάπη πέφτει σιγά σιγά
στο σημείο ψύξης.

Μόνο οι φλόγες στα τρίσβαθα
καίνε αιώνια
και για πάντα θα ζεσταίνουν
το πικρό νερό των πηγών.

Έλα λοιπόν, σκούπισε τα μάτια σου
και μην κλαις.

Jaroslav Seifert
*μτφ: Κάρολος Τσίζεκ
-Η γλυκιά συμφορά της ποίησης-


VI

ΙV [Φάσεις φεγγαριού]

Είμαι κι εγώ μια νύχτα.
Χωρίς χρώμα, χωρίς όνομα,
χωρίς απελπισία, χωρίς έκσταση,
χωρίς μυρωδιά, χωρίς ταυτότητα,
χύνομαι και χάνομαι,
κανείς δεν με αιχμαλωτίζει,
και δεν ανήκω κανενός
μα ούτε και στον εαυτό μου.
Μόνο που και που,
όταν στα δύο με ξεσκίζει η αυγή,
κλαίω μεθυσμένη
σε μια γωνιά του δρόμου.

Χλόη Κουτσουμπέλη
-Η Νύχτα είναι μια φάλαινα-


ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΕΤ

Ξύπνησε μέσ' στα δάκρυα, ή μάλλον τα δάκρυα την ξύπνησαν. Κυλούν απ' το πηγούνι της στο λαιμό της, μούσκεψαν το πουκάμισό της. Το πρώτο της συναίσθημα είναι πιότερο τρόμος παρά απορία' πάει πολύς καιρός που δεν έκλαψε και τα σπάνια δάκρυα που χύνει από λύσσα, κάνοντας τα μάτια της να καίνε, στεγνώνουν καθώς κυλούν στα μάγουλά της.

Προ πάντων δεν έκλαψε ποτέ στ' όνειρό της. Να κλαίει όταν κοιμάται!

Georges Bernanos
*μτφ: Γιώργος Πράτσικας
-Νέα Εστία τχ.631-


ΚΛΑΙΣ

Κι αν χωρίσαν στη ζωή πολλές καρδιές
δεν χωρίζουμε εμείς, μην κλαίς
Έλα γέλασε γλυκά, πες μου λόγια ερωτικά
στα φιλιά μου ό,τι ποθείς θα βρεις.

Κλαίς αν το σκεφτείς ότι μπορεί
να 'ρθεί στιγμή να μην πονώ για σένα
Κλαίς κι όσο γλυκά κι αν σε φιλώ
δεν μου μιλάς και με κυττάς θλιμμένα
... ...

Λεό Ραπίτης / Κώστας Κοφινιώτης
- με την
Σοφία Βέμπο, και
- με την
Βίκυ Μοσχολιού

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...

Σάββατο, Ιουνίου 02, 2012

203 ~ σπίτια, iii



τα καημένα τα σπίτια που το ένα στο άλλο
ακουμπούνε γλυκά και αποκοιμιούνται

Οδυσσέας Ελύτης


ΚΙΧΛΗ
Α' - ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

...δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά
που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
γυαλιστερές πάνω στη μέρα'
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ' εκείνους που έμειναν μ' εκείνους που έφυγαν
μ' άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.

Γιώργος Σεφέρης
-Ποιήματα-


ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Αυτό είναι το σπίτι μου, παλιό, με ιστορία.
Λένε πως ήταν στρατώνας και, παλιότερα, μύλος.
Το βέβαιο είναι πως κρατάει στα σπλάχνα του τεράστια
πιθάρια και μυστικά και θορύβους
παράξενους.

Είχα μια παραμάνα που έβλεπε
το φάντασμα του παππού μου.
Ο παππούς μου ο Ραφαέλ με μουστάκια
οπερέτας, με κοιτούσε ατενώς
από το πορτραίτο του σαλονιού: εγώ πάντα
τον ένιωθα δίπλα μου, πίσω, πολύ κοντά,
σαν ένα σύγκρυο.

Τα μαντριά αφημένα σαν ζούγκλα
- φράχτες κι ερειπωμένες σιταποθήκες -,
δεντρομολόχες όλο και τσουκνίδες,
σφηκοφωλιές και φωλιές πουλιών,
είναι η δική μας Αρκαδία. Εδώ κυνηγάμε γάτες
και ψάχνουμε χαμένους θησαυρούς
και πηδάμε απ' τη σκεπή
με μια σπασμένη ομπρέλα' είμαστε Ινδιάνοι
καουμπόυδες και πειρατές.
Εδώ όλα μάς επιτρέπονται.

Αυτό είναι το σπίτι μου, πάντα ανοιχτό, χαρούμενο,
ευτυχισμένο με τις τρεχάλες και τις φωνές
των παιδιών που γελούν, χοροπηδούν, παίζουν
ακούραστα. Ημερήσιος παράδεισος
που τις νύχτες του χειμώνα
όταν φυσάει ο άνεμος λυσσασμένος
κι αφήνει το χωριό στο σκοτάδι,
κατοικείται από φαντάσματα που τα είχαμε προαισθανθεί,
απειλητικά βήματα και ίσκιους
που ενεδρεύουν στο σκοτάδι,
καθώς περνάει η νύχτα κι εγώ τουρτουρίζω
ένα κουβάρι μες στις κουβέρτες,
περιμένοντας να έλθει ο ήλιος αρωγός μου.

Javier Salvago
*μτφ: Τάσος Δενέγρης
- η λέξη, τχ.180-


ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ

Ο Μεχμέτ μού δίνει το παλιό κρεβάτι του γιου του και την ντουλάπα του. Παίρνω δυο ξαπλώστρες από το σπίτι της αδελφής μου. Οι ξαπλώστρες έχουν παλιώσει, γιατί τις είχαν ξεχασμένες από καιρό στη βεράντα... Ας είναι, θ' αλλάξω πανί και θα γίνουν ολοκαίνουργιες. Αγοράζω ένα μικρό τραπέζι κουζίνας και δυο καρέκλες, από αυτές που ανοιγοκλείνουν, πάμφθηνες. Περνάω ένα σχοινί απ' άκρη σ' άκρη στο υπνοδωμάτιο, μια και δεν χωράνε τα ρούχα μου στην ντουλάπα του παιδιού, και τα κρεμάω. Η αδελφή μου, μου ράβει κουρτίνες από κάμποτο. Τι κουρτίνες δηλαδή, μετράμε τα παράθυρα, κόβουμε το ύφασμα σύμφωνα με τα μέτρα, το στριφώνουμε από πάνω κι από κάτω, κι έτοιμες. Η Νιλάη μού φέρνει μια γλάστρα, η Γκιουλ το παλιό της σίδερο, η Φουγκέν ένα τραπεζομάντιλο... Έχω και τις αφίσες μου. Και να το σπίτι μου, το όμορφο σπίτι μου.

Η πρώτη μου βραδιά στο σπίτι. Δεν κάλεσα κανέναν, δεν δέχτηκα κανένα κάλεσμα. Είμαι πολύ ευχαριστημένη, αγαπώ το σπίτι μου και μου αρέσει πολύ... Καλά που έβαψα τα ντουλάπια της κουζίνας κόκκινα, τι όμορφα που έγιναν! Παντού είναι πεντακάθαρα... Τριγυρίζω στα δωμάτια, όλο κι όλο δυο είναι, το ένα μάλιστα είναι ολοάδειο, και βέβαια κι ένα καθιστικό. Ένα μόνο πράγμα μου λείπει... Κάτι πρέπει να βρω για να βάλω πάνω σ' αυτές τις λάμπες, μήπως κανένα φουλάρι μου, κανένα χάρτινο φανάρι; Ναι, σίγουρα κάτι πρέπει να κάνω για τις λάμπες, έτσι γυμνές δεν είναι ωραίες. Να μου έδινε τουλάχιστο ο Γκιουρκάν τις απλίκες του καθιστικού, εγώ τις είχα αγοράσει με δικά μου λεφτά. Τέλος πάντων, σύντομα κάτι θα κάνω και γι' αυτό. Θα βρω τη λύση.

Η Ουμούτ κοιμάται στα πόδια μου... Έχω ξαπλώσει στην ξαπλώστρα μου και κρατάω το βιβλίο που έχω αρχίσει από καιρό και δεν έχω καταφέρει να το τελειώσω. Κορίτσι μου, ας υποθέσουμε ότι είσαι σε μια παραλία, κάτω από μια σκιά, και διαβάζεις. (Στα πολυτελή ξενοδοχεία που πήγαινα άλλοτε, όταν τραβιόμουνα κάτω από μια σκιά και διάβαζα, οι παρέες του Γκιουρκάν με κοροϊδεύανε. Διάβαζε εσύ, βιβλιοφάγα, μου λέγανε, και με φωνάζανε «ακοινώνητη».) Μα γιατί να φανταστώ τον εαυτό μου σε μια παραλία, είμαι στο σπίτι μου, στο δικό μου σπίτι... Είμαι με τον εαυτό μου.

Duygu Asena
*μτφ: Στέλλα Βρετού - Σοφιανίδου
-Μια γυναίκα χωρίς όνομα-



ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΑΝΗΦΟΡΙΑ

Το σπίτι στην ανηφοριά
και στο παλιό δρομάκι
τα παραθύρια του κλειστά
θάνατος και φαρμάκι

Να θυμηθείς αποβραδίς
ν' αλλάξεις δρόμο μην το δεις
το σπίτι στην ανηφοριά
μονάχο του μες στο βοριά

Δήμος Μούτσης / Μάνος Ελευθερίου
με την Πετρή Σαλπέα

Ετικέτες ,

permalink σχoλια: 0 ...