παρα-κείμενα

Δευτέρα, Νοεμβρίου 23, 2009

144 ~ χέρια, iii



Άλλαζες με τα χέρια σου τις εποχές
Βάζοντας χιόνια και βροχές, λουλούδια, θάλασσες
Κι η μέρα χώριζε από το κορμί σου, ανέβαινε, άνοιγε, μεγάλη
ευχή πάνω στα ηλιοτρόπια


Οδυσσέας Ελύτης



ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Αγάπη μου
σκέφτομαι τι βολικά που θα 'ναι
όταν τα χέρια σου
σκεπάσουνε το πρόσωπό μου
με τα δάχτυλα
ποτισμένα κόκκινο φως
κι ανάμεσά τους υποψίες αντικειμένων,
με την ακινησία πουλιών
ξεχασμένων σ' όχτες
που δοκίμασαν τα φτερά τους
σε δύσκολα ταξίδια,
με την τρυφερότητα
περήφανων πουλιών.

Και περιμένω
την ώρα που τα xέρια σου
θα διανύσουν το διάστημα
να φτάσουνε το πρόσωπό μου.

Λία Χατζοπούλου-Καραβία


ΧΕΡΙ

Μακριά από σένα, με τον αέρα πιάνομαι χέρι χέρι,
το νοερό σου, άυλο χέρι. Δεν είναι εκεί, τα δάχτυλά σου
με τα δικά μου πλεγμένα καθώς περπατάω.
Πέρα βαθιά στην καρδιά μου, αρχίζεις να μιλάς.

Αέρα σφίγγω, πυρρόξανθα φύλλα κλοτσάω,
ξαφνικά τα πάντα χρυσά. Σχεδόν πιστεύω πως το xέρι σου
το δικό μου κρατά, με τον τρόπο που θα ήξερε αν ήσουν εδώ.
Μα για ποιο πράγμα στην καρδιά μου μιλάς;

To κεφάλι μου σκύβω ν' ακούσω, και νιώθω το χέρι σου
να χαϊδεύει τα μαλλιά μου, τόσο αληθινά, όσο και του ανέμου
το χάδι που κατευνάζει πνεύματα οξυμμένα σε δέντρα ψηλά.
Τώρα μπορώ και σ' ακούω καθαρά, για αγάπη να μιλάς.

Carol Ann Duffy
*μτφ: Θάλεια Μελή-Χωλ
-Ποιητική, 1-



Η ΓΙΕΝΔΙ

Δυο ποτήρια κοντά κοντά, δυο χέρια που δεν αγγίχτηκαν ακόμη. Οι δύο σιλουέτες ζωγραφίζονται στο θολό τζαμωτό με το ξεθωριασμένο χρυσαφί πλαίσιο και τα σμαραγδένια γράμματα: Café du Commerce, και πιο εκεί, με μικρότερα γράμματα: Café, 10 c. la tasse, κι από κάτω, με ακόμη πιο μικρά: Billiards, Téléphone. Καθώς αυτά τα αρχαία σημάδια πλαισιώνουν τους δυο αμίλητους ξένους, καθώς κι οι δυο τους χαζεύουν τον δρόμο σαν θεατές θεάτρου, από τον δρόμο, το αρ νουβώ παράθυρο με τους δυο τους από μέσα γίνεται σκηνή θεάτρου σε κάποιο δάσος του Βορρά.

Τα δάχτυλα του Μπεν αγγίζουν βαριά, σαν μολύβι, τη βάση του κρασοπότηρου' τα δάxτυλα της Γιένδι παίζουν ανάλαφρα γύρω από το δικό της. [....] Ο ιππότης Βενιαμίν περιεργάζεται τα δάχτυλα που ψηλαφούν το αντικρυνό του ποτήρι, έχει συναντήσει αυτές τις μικρές υπάρξεις σε άλλους τόπους και χρόνους. «Τα ίδια κροσσωτά δάxτυλα που με διαλέγουν πάντα...» Γνωρίζουν οι αισθητήρες των δαχτύλων: αυτό είναι ζωντανό ξύλο, εκείνο είναι κρύο γυαλί. Τίποτε δεν τους ξεφεύγει. Τα δάχτυλα σμιλεύονται πάντα στις κακουχίες, αυλακώνονται από τον πόνο και την οργή, λειαίνουν στην επιθυμία, άλλοτε στέκονται ακατέργαστα, άνυδρες πέτρες -όσο δεν ψηλαφούν τη ζωή' άλλοτε πάλι σουρώνουν σαν κακοχυμένα γλειφιτζούρια -άμα λησμονήσουν τον έρωτα και το μάγουλο των παιδιών τα δάχτυλα προδίνουν την πονεμένη ιστορία του καθενός, είναι οι άκριες του ανθρώπου, τα σύνορα, ο τόπος, τ' αμπέλια του.

«Αφουγκράζεται τα δάχτυλα μου, άραγε καταλαβαίνει τι του λένε;», συλλογίζεται η Γιένδι και τα απλώνει προκλητικά, φαρδιά πλατιά, μόλις μια σπιθαμή από τα δικά του.

Άρης Μαραγκόπουλος
-αγάπη [κήποι] αχαριστία-



ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΟΥ

Το χέρι σου που μ' άφησε,
και ξέχασε τι μου 'δωσε
και ξέχασε τι πήρε,
πουλί που τώρα χάνεται
κι αστέρι που κρεμιέται μες στη θλίψη
Αν ήξερε δεν θα 'φευγε
αν ήξερε το πόσο μου 'χει λείψει

Το χέρι σου που δόθηκε
στο χέρι μου γεννήθηκε
στο δάκρυ μου και σβήνει
Το χέρι που απλώνεται
σαν σύννεφο τον ήλιο μου 'χει κρύψει

Αν ήξερε δεν θα 'φευγε -
αν ήξερε το πόσο μου 'χει λείψει


Μίμης Πλέσσας / Κώστας Κινδύνης
(με την Τζένη Βάνου)

Ετικέτες

permalink

0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

<< Επιστροφή στην αρχική σελίδα