παρα-κείμενα

Σάββατο, Ιανουαρίου 22, 2011

172 ~ σπίτια, ii



Ένα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:
«Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας
πάμε στο σπίτι μας ν' ανάψουμε το φως».


Γιώργος Σεφέρης



ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ

Μπαίνω βράδυ στο σπίτι.
Τόσα χρόνια και δεν με έχει συνηθίσει,
Με κοιτάζει σαν ξένος.
Την αγωνία μου δε συμπάθησε ποτέ.
Μου είναι αδύνατον να ζήσω στους δρόμους
Γι' αυτό προσεύχομαι στο μέλλον
Να γλιτώσω από τα υπάρχοντα και τα ανεπιθύμητα.

Αναστασία Παρασκευουλάκου
-Πλανόδιον, τχ.45-



ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

Όταν είμαστε στο σπίτι καταγράφουμε χωρίς δυσφορία
ή ζαλάδα την ύπαρξη της φαρμακερής υπερανάπτυξης,
των θανατηφόρων μεταλλαγών και των αυτοκαταστροφικών
ασθενειών στο σώμα του κόσμου. Το σπίτι είναι ο τόπος της
ανοσίας, με δεδομένο ότι ο καθένας έχει αλλάξει τα παπού-
τσια του με παντόφλες στο χόλ και ο κρεατοζωμός περιέχει
τη συνηθισμένη ποσότητα του συμπυκνωτικού.

Όντας στο σπίτι είναι μια κατάσταση όπου το
το φωτογραφικό λεύκωμα είναι μια πηγή αθανασίας
και μια εικόνα στον καθρέφτη διαρκεί χωρίς περιορι-
σμό σα μια πεταλούδα πάνω σε μια ακτίνα από
φως.

Το σπίτι είναι μια ήμι-θανατηφόρος μεταλλαγή
του κόσμου, μ' έμφαση στο πρόθεμα ημι-

Miroslav Holub
*μτφ: Βασίλης Καραβίτης
-Συγκομιδή-



ΜΙΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΔΥΣΚΟΛΙΑ

Μέσα σε δυο-τρεις μέρες θα είχε ξεμπερδέψει με τα διαδικαστικά. Θα πέρναγε κι από το πρακτορείο να πληρώσει το υπόλοιπο ποσό, ίσως να έκανε και κάποια άλλα μικροψώνια. Το σπίτι, θα το έδινε σε μεσίτη, το είχε πάρει απόφαση. Δεν άντεχε άλλο να ζήσει μέσα σ' εκείνους τους τέσσερις τοίχους. Ίσως και να μην ξαναγύρναγε ποτέ, ποιος ξέρει. Δεν τον κρατούσε άλλωστε τίποτα εδώ. Θα ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει. Ακόμη και να αλλάξει δουλειά. Να, θα μπορούσε να γίνει φωτογράφος, για παράδειγμα. Πάντα του άρεσε αυτό το επάγγελμα. Να ανοίξει ένα μαγαζί σε μια μικρή, επαρχιακή πόλη, με πολλούς γάμους και βαφτίσια. Με πολιούχο άγιο, σχολικές παρελάσεις και εθνικές επετείους. Σίγουρα μπορούσε να τα καταφέρει... Αν έπιανε καλά λεφτά απ' το σπίτι... Η αλήθεια είναι ότι βρισκόταν σε εξαιρετική θέση. Ωραία γειτονιά, ήσυχη χωρίς να 'ναι απόμερη. Ο κήπος, τεράστιος, πενταόροφη πολυκατοικία χτιζόταν αν το έδινε αντιπαροχή. Μπορεί και πολυτελείς μεζονέτες, συνηθιζόταν τελευταία. Κι έτσι όπως ήταν όμως, ελάχιστες επισκευές χρειαζόταν. Ωραίο σπίτι, διώροφο, με το πεντάφυλλο να το σκεπάζει τρυφερά τα καλοκαίρια κι ύστερα να γίνεται χρυσοκόκκινο καθώς το έλουζε όπως τώρα ο ήλιος του φθινοπώρου. Για κοίτα, βγήκαν και τα κυκλάμινα, το πρωί ούτε που τα είχε πάρει το μάτι του. Είχε ξεχάσει το παράθυρό της μισάνοιχτο, θα είχε πουντιάσει η καημενούλα... Μα καλά, πώς είχε γίνει αυτό;... Πώς είχε βρεθεί εδώ, τέτοια ώρα;

Λίλα Κονομάρα
-Εξώπολις, τχ. 23-



ΤΟ ΠΟΥΛΑΩ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Όλα όπως τα άφησες είναι
Ένα βιβλίο τσακισμένο στη σελίδα που το άνοιξες
Όλα όπως τα 'ξερες είναι
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Το πουλάω το σπίτι κι ό,τι άγγιξες εσύ
κι ό,τι κύτταξες εσύ, κι ό,τι ζήσαμε μαζί
Το πουλάω το σπίτι - η μισή ζωή μου, λείπει

...δεν γεμίζει μ' έναν άνθρωπο ένα σπίτι

Γιάννης Χριστοδουλόπουλος / Νίκος Μωραΐτης
(με τον Γιάννη Πάριο)

Ετικέτες ,

permalink

0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

<< Επιστροφή στην αρχική σελίδα