παρα-κείμενα

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 02, 2012

195 ~ όνειρα, iv



Έκλεισε το καλοριφέρ σήκωσε τις κουβέρτες
άφησε τα όνειρα ακάλυπτα
"μπορώ να ζήσω και δίχως αυτά" είπε.

Γ.Ξ. Στογιαννίδης


ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Μουσική τ' αστέρια που ξενυχτήσαμε
Όταν αποζητούσε φως η νύχτα της ψυχής
Μα δεν υπήρχαν παρά σκοτεινοί ήσκιοι
Και το κενό που αδειάζει τις αναμνήσεις
Ναι! η αφή για λίγο ακόμα θυμάται
Ύστερα βουβαίνεται κι αυτή
Έρχονται τότε τα όνειρα
Και η τυραννία τέλος δεν έχει.

Έρχονται
από μυστικούς διαδρόμους από κάμαρες από κρύπτες
Κρατούν κλειδιά ανοίγουν όλα τα συρτάρια
Σκαλίζουν τα φυλαγμένα γράμματα τις φωτογραφίες
Επιμένουν να σου θυμίζουν τούτο κι εκείνο
Και συ απλώνεις τα χέρια
Θέλεις να πιαστείς απ' τα περασμένα
Και την ίδια στιγμή το γνωρίζεις
Είναι όλα χαμένα

Μηνάς Δημάκης
-Ανθολόγιο στην ποίησή του-


Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΓΝΗΣ

Έχει ανοιχτά τα μάτια, όμως ακόμη βλέπει
και ξυπνητή κάτι απ' του ύπνου της την οπτασία
και μιαν οδυνηρή αλλαγή που απομακρύνει
την ευλογία του ονείρου που ήταν βαθύ και αγνό.
Κι η Μανταλένα η όμορφη να κλαίει αρχίζει
και μουρμουρίζει αναστενάζοντας λέξεις χωρίς ειρμό,
ενώ το βλέμμα της στο νέο προσηλώνει
που ήταν γονατιστός με πλεχτά χέρια, λυπημένος,
ασάλευτος, διστάζοντας κάτι να πει στην ονειροπαρμένη.

- «Αχ Πόρφυρε», έλεγε, «πριν από μια στιγμή
στην ακοή μου έτρεμε γλυκά η φωνή σου'
γινόταν πιο μελωδική σε κάθε τρυφερό σου όρκο,
και τα θλιμμένα μάτια σου έλαμπαν κι είχαν ζωή.
Πόσο άλλαξες, πόσο ωχρός και παγωμένος είσαι!
Με τη φωνή σου εκείνη πάλι μίλησέ μου,
μ' εκείνες τις αθάνατερ ματιές και τα παράπονα.
Αχ, μη μ' αφήνεις μόνη μες στη λύπη αυτή,
γιατί, αν πεθάνεις, πες μου τι θα γίνω εγώ, καλέ μου;»

Σαν φλόγα τότε, όσο ποτέ κανείς θνητός,
ο Πόρφυρος σηκώνεται στο ηδονικό άκουσμά της,
αιθέριος, ρόδινος, όμοιος με άστρο ακτινοβόλο
μέσα στα ζαφειρένια βάθη του ουρανού,
και περνά στ' όνειρό της, όπως το τριαντάφυλλο
που σμίγει τ' άρωμά του στο άρωμα βιολέτας,
ένωση αγάπης. Τη στιγμήν εκείνη αέρας κρύος ρίχνει
σαν του έρωτα συναγερμός, χιονόνερο, χαλάζι
στα κρύσταλλ. Η σελήνη της Αγίας Αγνής έχει πια δύσει.

Σκοτάδι, και λοξά η βροχή, χτυπώντας πέφτει.
- «Δεν είναι όνειρο, καλή μου, Μανταλένα».
... ... ...

John Keats
-Το Εντευκτήριον-
*μτφ: Στυλιανός Αλεξίου


EROICA
κεφ. ΙΧ

Μα τώρα πια η Μόνικα δε διασκέδαζε με τέτοιες σαχλαμάρες. Μια φυγή, αυτό ποθούσε, να ξεφύγει από κάτι που ωρίμασε και φοβερίζει.

Είδε κι ένα όνειρο περίεργο. Ούτε η Τσελίνα μπόρεσε να το εξηγήσει. Και η Τερέζα βέβαια θα ξανάπε πως δεν πρέπει να ονειρεύεται μια και δεν ξέρει τ' είναι τ' όνειρό της.

Ονειρεύτηκε πως ξύπνησε, δεν καταλάβαινε από τι, από μια πρόσκληση επιταχτική μέσα στη νύχτα. Πέρασε πάνω από την Τερέζα που κοιμόταν κι έτσι, αλαφροπατώντας στις μύτες των ποδιών, βρέθηκε στο μυστικό της περιβόλι (αυτό που τώρα πια μαράθηκε) μπροστά στη λίμνη με τα νούφαρα. Δεν ήταν όμως νούφαρο αυτό που πρόβαλε στη μέση της λιμνούλας. Κάποιο κλωνάρι ανέβαινε σιγά και στην κορφή του ένα μπουμπούκι ανοιγότανε - αργά, φύλλο με φύλλο, φαντασματικό, αθόρυβο σαν άστρο. Η χαμηλή σελήνη σάρωνε τη γλαρή επιφάνεια του νερού. Κι όπως εκείνη έσκυψε πάνω από τη λίμνη, είδε στο βάθος της να καθρεφτίζεται το δέντρο με τα λυγιστά σαν πίδακας κλωνιά — κι ήταν ο φύλακας του λουλουδιού ολόκληρη τη νύχτα. Ως ότου, τα χαράματα, χλώμιασε η σελήνη...

Τα μάτια της ήταν βαθουλωτά και γυάλιζαν καθώς το διηγόταν. Κι έλεγε ακόμα μήπως δεν ήταν ψες τη νύχτα πού είδε τ' όνειρο, ίσως πρίν από χρόνια — και πάσχιζε να θυμηθεί μήπως αντί λουλούδι ονειρεύτηκε ένα σύννεφο χρυσό ή κάποιο μακρυνό αστέρι, τόσο γλυκά σελάγιζε. Μα δε θυμότανε να πει τι ήταν.

Κοσμάς Πολίτης


ΕΤΣΙ Σ' ΑΓΑΠΗΣΑ

Έτσι σ' αγάπησα,
σαν όνειρο γλυκό που δεν τελειώνει
Κι όταν στα χέρια μου σφιχτά σε κράτησα
είδα καινούργια εποχή, να ξημερώνει.
Έτσι σ' αγάπησα...

Έτσι σ' αγάπησα κι όμως με πρόδωσες
και ζω συνέχεια με μια απορία
Αν είσαι όνειρο μέσα στα όνειρα
κι ένα ταξίδι μου στη φαντασία

Χρήστος Νικολόπουλος / Λευτέρης Χαψιάδης
με τον Διονύση Θεοδόση
-(και live)-

Ετικέτες

permalink

0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

<< Επιστροφή στην αρχική σελίδα