παρα-κείμενα

Σάββατο, Ιουνίου 02, 2012

203 ~ σπίτια, iii



τα καημένα τα σπίτια που το ένα στο άλλο
ακουμπούνε γλυκά και αποκοιμιούνται

Οδυσσέας Ελύτης


ΚΙΧΛΗ
Α' - ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

...δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά
που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
γυαλιστερές πάνω στη μέρα'
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ' εκείνους που έμειναν μ' εκείνους που έφυγαν
μ' άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.

Γιώργος Σεφέρης
-Ποιήματα-


ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Αυτό είναι το σπίτι μου, παλιό, με ιστορία.
Λένε πως ήταν στρατώνας και, παλιότερα, μύλος.
Το βέβαιο είναι πως κρατάει στα σπλάχνα του τεράστια
πιθάρια και μυστικά και θορύβους
παράξενους.

Είχα μια παραμάνα που έβλεπε
το φάντασμα του παππού μου.
Ο παππούς μου ο Ραφαέλ με μουστάκια
οπερέτας, με κοιτούσε ατενώς
από το πορτραίτο του σαλονιού: εγώ πάντα
τον ένιωθα δίπλα μου, πίσω, πολύ κοντά,
σαν ένα σύγκρυο.

Τα μαντριά αφημένα σαν ζούγκλα
- φράχτες κι ερειπωμένες σιταποθήκες -,
δεντρομολόχες όλο και τσουκνίδες,
σφηκοφωλιές και φωλιές πουλιών,
είναι η δική μας Αρκαδία. Εδώ κυνηγάμε γάτες
και ψάχνουμε χαμένους θησαυρούς
και πηδάμε απ' τη σκεπή
με μια σπασμένη ομπρέλα' είμαστε Ινδιάνοι
καουμπόυδες και πειρατές.
Εδώ όλα μάς επιτρέπονται.

Αυτό είναι το σπίτι μου, πάντα ανοιχτό, χαρούμενο,
ευτυχισμένο με τις τρεχάλες και τις φωνές
των παιδιών που γελούν, χοροπηδούν, παίζουν
ακούραστα. Ημερήσιος παράδεισος
που τις νύχτες του χειμώνα
όταν φυσάει ο άνεμος λυσσασμένος
κι αφήνει το χωριό στο σκοτάδι,
κατοικείται από φαντάσματα που τα είχαμε προαισθανθεί,
απειλητικά βήματα και ίσκιους
που ενεδρεύουν στο σκοτάδι,
καθώς περνάει η νύχτα κι εγώ τουρτουρίζω
ένα κουβάρι μες στις κουβέρτες,
περιμένοντας να έλθει ο ήλιος αρωγός μου.

Javier Salvago
*μτφ: Τάσος Δενέγρης
- η λέξη, τχ.180-


ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ

Ο Μεχμέτ μού δίνει το παλιό κρεβάτι του γιου του και την ντουλάπα του. Παίρνω δυο ξαπλώστρες από το σπίτι της αδελφής μου. Οι ξαπλώστρες έχουν παλιώσει, γιατί τις είχαν ξεχασμένες από καιρό στη βεράντα... Ας είναι, θ' αλλάξω πανί και θα γίνουν ολοκαίνουργιες. Αγοράζω ένα μικρό τραπέζι κουζίνας και δυο καρέκλες, από αυτές που ανοιγοκλείνουν, πάμφθηνες. Περνάω ένα σχοινί απ' άκρη σ' άκρη στο υπνοδωμάτιο, μια και δεν χωράνε τα ρούχα μου στην ντουλάπα του παιδιού, και τα κρεμάω. Η αδελφή μου, μου ράβει κουρτίνες από κάμποτο. Τι κουρτίνες δηλαδή, μετράμε τα παράθυρα, κόβουμε το ύφασμα σύμφωνα με τα μέτρα, το στριφώνουμε από πάνω κι από κάτω, κι έτοιμες. Η Νιλάη μού φέρνει μια γλάστρα, η Γκιουλ το παλιό της σίδερο, η Φουγκέν ένα τραπεζομάντιλο... Έχω και τις αφίσες μου. Και να το σπίτι μου, το όμορφο σπίτι μου.

Η πρώτη μου βραδιά στο σπίτι. Δεν κάλεσα κανέναν, δεν δέχτηκα κανένα κάλεσμα. Είμαι πολύ ευχαριστημένη, αγαπώ το σπίτι μου και μου αρέσει πολύ... Καλά που έβαψα τα ντουλάπια της κουζίνας κόκκινα, τι όμορφα που έγιναν! Παντού είναι πεντακάθαρα... Τριγυρίζω στα δωμάτια, όλο κι όλο δυο είναι, το ένα μάλιστα είναι ολοάδειο, και βέβαια κι ένα καθιστικό. Ένα μόνο πράγμα μου λείπει... Κάτι πρέπει να βρω για να βάλω πάνω σ' αυτές τις λάμπες, μήπως κανένα φουλάρι μου, κανένα χάρτινο φανάρι; Ναι, σίγουρα κάτι πρέπει να κάνω για τις λάμπες, έτσι γυμνές δεν είναι ωραίες. Να μου έδινε τουλάχιστο ο Γκιουρκάν τις απλίκες του καθιστικού, εγώ τις είχα αγοράσει με δικά μου λεφτά. Τέλος πάντων, σύντομα κάτι θα κάνω και γι' αυτό. Θα βρω τη λύση.

Η Ουμούτ κοιμάται στα πόδια μου... Έχω ξαπλώσει στην ξαπλώστρα μου και κρατάω το βιβλίο που έχω αρχίσει από καιρό και δεν έχω καταφέρει να το τελειώσω. Κορίτσι μου, ας υποθέσουμε ότι είσαι σε μια παραλία, κάτω από μια σκιά, και διαβάζεις. (Στα πολυτελή ξενοδοχεία που πήγαινα άλλοτε, όταν τραβιόμουνα κάτω από μια σκιά και διάβαζα, οι παρέες του Γκιουρκάν με κοροϊδεύανε. Διάβαζε εσύ, βιβλιοφάγα, μου λέγανε, και με φωνάζανε «ακοινώνητη».) Μα γιατί να φανταστώ τον εαυτό μου σε μια παραλία, είμαι στο σπίτι μου, στο δικό μου σπίτι... Είμαι με τον εαυτό μου.

Duygu Asena
*μτφ: Στέλλα Βρετού - Σοφιανίδου
-Μια γυναίκα χωρίς όνομα-



ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΑΝΗΦΟΡΙΑ

Το σπίτι στην ανηφοριά
και στο παλιό δρομάκι
τα παραθύρια του κλειστά
θάνατος και φαρμάκι

Να θυμηθείς αποβραδίς
ν' αλλάξεις δρόμο μην το δεις
το σπίτι στην ανηφοριά
μονάχο του μες στο βοριά

Δήμος Μούτσης / Μάνος Ελευθερίου
με την Πετρή Σαλπέα

Ετικέτες ,

permalink

0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

<< Επιστροφή στην αρχική σελίδα