παρα-κείμενα

Κυριακή, Ιουνίου 07, 2009

133 ~ πόλεις, ii



Βρέθηκα σε μια πόλη δίχως όνομα.
Ψάχνω τον ουρανό να βρω το στίγμα της
και με τυφλώνουν ρεκλάμες.
Η πόλη που γεννήθηκα είχε δυο απλές συντεταγμένες.
Βόρειο πλάτος, αίμα.


Τίτος Πατρίκιος


ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟY ΨΑΡΙΟΥ

Εγώ σ' αγαπώ, πολιτεία,
κι ας ακούω μόνο τον μακρινό σου αχό,
κι ας είμαι στη λήθη σου αόρατο νησί,
γιατί βουίζεις και τρέμεις και με ξεχνάς,
εγώ σ' αγαπώ, πολιτεία.

Εγώ σ' αγαπώ, πολιτεία,
όταν η βροχή πηγάζει ξαφνική απ' την κορφή σου
να σου διαλύσει το αμέτρητο πρόσωπο απειλώντας,
όταν μέχρι το σιωπηλό γυαλί που κατοικώ
τα αστέρια ρίχνουν την ελπίδα τους,
όταν ξέρω ότι πονάς,
όταν ο παλμός του γέλιου σου σβήνεται σ' αυτιά μου,
όταν το δέρμα μου σου πυρπολεί τη μνήμη,
όταν θυμάσαι, αρνείσαι, ζωντανεύεις, ξεψυχάς,
εγώ σ' αγαπώ, πολιτεία.

Εγώ σ' αγαπώ, πολιτεία,
όταν κατεβαίνεις κάτωχρη κι εκστατική
στο εφήμερο της νύχτας μνήμα,
όταν υψώνεις τα διάττοντα βλέφαρα
μπρος στην πανάχραντη θέρμη,
όταν αφήνεις τον ήλιο να κυλά
σαν ποτάμι από μελίσσι σιγηλό,
σαν μήλο αναμάρτητο στην όψη,
σαν παιδί που λέει δέχομαι και τείνει την παρειά του.
... ... ...

Gastón Baquero
*μτφ: Ελένη Χαρατσή
-Ποίηση, τ. 14-



ΜΑΣΣΑΛΙΑ

Αυτή την πόλη τη λατρεύω, σε μεγάλωσε
καθώς γυρίζω τ' απογεύματα ολομόναχος
στην προκυμαία ή στο παλιό λιμάνι
αυτός ο τόπος ξέρω πως σ' αγάπησε
... ... ...

Γι αυτό αγάπησα τους δρόμους της, τη συννεφιά
κι όλο βυθίζομαι μες στην ερειπωμένη πόλη

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου
-Νοσοκομείο εκστρατείας-



ΑΠΟ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

Η πόλη με τους ουρανοξύστες απλωνόταν μπροστά μου λαμπερή κάτω από τον μεσημεριάτικο ήλιο. Τα ψηλότερα κτίριά της ξεπερνούσαν το πανύψηλο ξενοδοχείο μου. Έβλεπα τη Νέα Υόρκη ως την πόλη της εποχής μου και μου άρεσε πολύ, με μάγευε, εκπλήρωνε όλες μου τις προσδοκίες. Σαν πύργοι και κάστρα από ατσάλι, αλουμίνιο, μπετόν και λαμπερό γυαλί υψώνονταν οι ουρανοξύστες παντού, ανακατεμένοι με κτίρια με εκπληκτικά χαμηλότερες σκεπές, και αυτοί, οι μεγάλοι, που ορθώνονταν με υπερηφάνια προς τον ουρανό, φαίνονταν σα να χαιρετούσαν από μακριά τις κορυφές των μικρών. Ήταν ένα ασταμάτητο διασκεδαστικό τρεμάμενο αναβόσβημα και γνέφιμο στον αέρα. Ο άνεμος φυσούσε δροσερός και είχε πολύ χώρο. Ο ουρανός ήταν ψηλά και γαλάζιος, ένιωθα να διακατέχομαι από μεγάλη ευφορία. «Αισθανόμουν στο Μανxάταν ελεύθερα, φιλικά και υπερήφανα!». Η φωνή, του Ουώλτ Ουίτμαν ακουγόταν πάνω από τις στέγες. Τα αυτοκίνητα κάτω προχωρούσαν σε αστείες χρωματιστές σειρές σαν ένα κινούμενο παιδικό παιχνίδι μέσα σ' έναν παιδικό παράδεισο.

Wolfgang Reinhold Koeppen
*μτφ: Κίρκη Κεφαλέα
-η λέξη, τ.155-



ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΛΗ

Όμορφη πόλη, φωνές μουσικές
απέραντοι δρόμοι, κλεμμένες ματιές
Ο ήλιος χρυσίζει, χέρια σπαρμένα
Βουνά και γιαπιά, πελάγη απλωμένα

Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα

Τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου

Μίκης Θεοδωράκης / Γιάννης Θεοδωράκης

Ετικέτες

permalink

2 Comments:

Από τις Πολιτείες

Κάθετες
κι οριζόντιες
φωτεινές επιγραφές.
Δεν είναι άχρωμη η πολιτεία.
Φτάνει
να προσέξεις το χρώμα της.
Κέντρα δουλειάς,
συγκοινωνίας.
Δεν είναι νεκρή η πολιτεία.
Φτάνει
ν' ακούσεις το ρυθμό της.
Άνθρωποι
που περνάνε κουβεντιάζοντας
γι' απρόσιτες χαρές και λύπες.
Δεν είναι σιωπηλή η πολιτεία.
Φτάνει
να βρεις τους ποιητές της.

Ντίνος Χριστιανόπουλος

Παρασκευή, Ιουλίου 03, 2009 4:24:00 μ.μ.  

Από τον έτερο της "Διαγωνίου":

Πόλη μου αγαπημένη,
πολύβουη μα ερημική, πολύκοσμη μα απρόσιτη βιτρίνα νεωτερισμών
ψευτίζοντας τη ζωή μας.

- από το ποιητικό μονόπρακτο του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου "Θάλασσα και συγχρονισμός" (1952)

Τρίτη, Ιουλίου 14, 2009 10:43:00 π.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Επιστροφή στην αρχική σελίδα