παρα-κείμενα

Σάββατο, Οκτωβρίου 24, 2009

142 ~ θάλασσα, iii



Στη θάλασσα. στη θάλασσα, στη θάλασσα, στη θάλασσα,
Ω! Στη θάλασσα, στον άνεμο, στα κύματα
Να ρίξω τη ζωή μου!


Fernando Pessoa
-Θαλασσινή ωδή-
*μτφ: Μαρία Παπαδήμα



ΣΤΙΛΠΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Αυτή η θάλασσα
έχει εκκενωθεί από σκοτάδια
Σαν ένα ποτήρι από συμπαγές γυαλί
αναπαύεται, στιλπνή,
στον πάτο της απελπισίας της
Ποτέ πια ξανά
δεν πρόκειται να αφεθεί
στους ανέμους
ποτέ ξανά
να δεχτεί στο σάβανο της
πνιγμένο
Όταν όμως κάποια φορά σβήσει ο ήλιος
αυτή θα λάμπει ακόμη
κάτω από το κάλυμμα του πάγου που όλο μεγαλώνει,
ανίκητη

Björn Hàkanson
-Σύγχρονοι Σουηδοί Ποιητές-
*μτφ: Βασίλης Παπαγεωργίου



... σκέφτομαι μικρά γεγονότα
Το πάθος της ημέρας
Τη θέση μου στην κλειστή ακτή
Τη μουσική που έρχεται από όλες τις κατευθύνσεις
Χωρίς γραμμένες νότες
Με την ταχύτητα του αυτοσχεδιασμού.
Το βράδυ έπεσε σαν εξώφυλλο βιβλίου
Που διαβάστηκε βιαστικά
Κι όλη νύχτα η θάλασσα βοούσε
Μυστικά σβήνοντας τα περίεργα ίχνη
Που άφησαν τα ερωτικά κορμιά όλη μέρα
Προσμένοντας την επόμενη ανατολή.

Γιάννης Φίλης
-Σίσυφος-


ΘΑ Σ' ΑΓΑΠΩ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Ξεκίνησαν πάλι και ξαφνικά είδανε τη θάλασσα. Την είδανε την ίδια στιγμή κι οι δυο και ήταν η πρώτη φορά που 'βλεπαν θάλασσα. Το γαϊδουράκι σταμάτησε από μόνο του, λες και καταλάβαινε το μεγάλο θαύμα που απλωνόταν μπροστά στα μάτια των δυο καβαλλάρηδων. Η ματιά μπορούσε να ταξιδέψει όσο μακριά ήθελε και το νερό δεν τέλειωνε. Η βουή απ' τα κύματα, η αιώνια βουή των κυμάτων, που την είχαν ακούσει τόσοι άνθρωποι πριν απ' αυτούς και γέροι και νέοι, που είχε μείνει πάντα ίδια, η ίδια αρμυρή βουή, σ' όλους τους αιώνες, κι η Ρεβέκκα δεν άντεχε πια μόνη μπροστά σ' αυτό το -θαύμα. Άπλωσε το χέρι της προς τον Μίνωα κι εκείνος το πήρε κι έμειναν έτσι, πιασμένοι χέρι - χέρι, μπροστά στη θάλασσα για πολλή ώρα.

Μαζί άκουσαν τη θάλασσα και μαζί την είδανε κι ήξεραν ότι σ' όλη τους τη ζωή δεν θα ξανάνοιωθαν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο, όσο τώρα, μπροστά σ' αυτή την απεραντωσύνη, αυτό το γαλάζιο νερό που μέσα του χανότανε κάθε μέρα ο ουρανός εδώ κι εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια.

Θόδωρος Καλλιφατίδης
-17 φωνές από τη Σουηδία-
*μτφ:
Νίκη Κώνστα


ΘΑΛΑΣΣΑ

Παράμ, παράμ, παράμ, γυρνάω, χορεύω
στην άμμο του χειμώνα με τα φύκια
τη θάλασσα που αρρώστησε γιατρεύω
και κάνω με τα αστέρια σκουλαρίκια

Παράμ, παράμ, παράμ, παραμονεύει
στο πέλαγο του χρόνου το καράβι
Μια άγκυρα η ζωή μου ζητιανεύει
το βάθος του έρωτά της να συλλάβει

Θάλασσα μάνα, αρμύρα μου εσύ,
γαλάζια μοίρα
για παραμάνα στον ώμο χρυσή
τον ήλιο πήρα
θάλασσα μνήμη, μαύρο μου ασήμι
πάρ' την καρδιά μου και κάν' την νησί
του ανέμου αγρίμι

Παράμ, παράμ, παράμ, παραμυθένιο
ναυάγιο μες στα σύννεφα η σελήνη
Κορμί του Ποσειδώνα σιδερένιο
ποιο πέτρινο μουσείο να σε κλείνει

Θάνος Μικρούτσικος / Λίνα Νικολακοπούλου
(με την Μίλβα)

Ετικέτες ,

permalink σχoλια: 0 ...

Παρασκευή, Οκτωβρίου 09, 2009

141 ~ πουλιά



Σ' ΕΧΩ ΑΠΟΣΤΗΘΙΣΕΙ

Σ’ έχω αποστηθίσει σαν ποίημα.
Σε απαγγέλλω τρυφερά τις βραδινές ώρες’
ύστερα σ’ αφουγκράζομαι.

Aνοίγει τότε ο κόρφος σου,
σαλεύει το δέρμα ήχους και φτερά,
παίρνουν να κελαηδούν στα σκέλια σου τρυγόνια.

Aγάπη μου, γλυκό μου ποίημα.

Νίκος Γρηγοριάδης


ΝΕΡΟ

Θυμάσαι; Καθίσαμε σε μια ξέρα.
Μέσ' απ' την απόσταση του καιρού
μοιάζει να 'χε το χρώμα
της ίριδας, σαπίζοντας πορφύριζε.

Αλλ΄ήταν μόνο
ο συνηθισμένος γκρίζος βράχος
που γύριζε στο συνηθισμένο πράσινο
σαν τον μούσκευε η θάλασσα.

Η θάλασσα μούσκευε το βράχο
στα πόδια μας όλη τη μέρα
τον έγδερνε και τον λιγόστευε
φλούδα τη φλούδα.

Μια νύχτα ονειρεύτηκες
πως ήσουνα γοργόνα κολλημένη στου μουράγιου τα θεμέλια
κι όλο προσπαθούσες να ξεκολλήσεις
πεταλίδες με τα χέρια.

Μακάρι, είπαμε, οι ψυχές μας οι δύο
να γύριζαν σαν γλάροι
στο βράχο.
...
Robert Lowell
-Σύγχρονοι Αμερικανοί Ποιητές-
μτφ: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ



ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΛΙΜΝΑ...

Τότε τα πουλιά ήτανε κόσμος ολόκληρος. Σκέπαζαν τον ουρανό. Κεφαλάδες, συκοφάγοι, κιτρινολαίμηδες, καλογεράδες, παπαδίτσες, γαρδέλια, κοκκινόκωλοι, τσικλαρίδες, διαολοπούλια. Και σπούρλοι. Εκατομμύρια σπούρλοι. Όταν έπεφτ' ο ήλιος πίσω απ' τον άγι' Αντρέα κι έπιανε να λιγοστεύει το φως και να σουρουπώνει, άρχιζε το κούρνιασμα των πουλιών, απάνου στις μεγάλες κουκουναριές, στις ψηλές ακακίες και στις μουριές. Άκουγες κείνο το κουβεντολόι να δίνει και να παίρνει. Έλεγες πως είσαι στο πανηγύρι του άγιου Χαράλαμπου, στη γειτονιά μου. Κι άμα μπόρηγες να ξεχωρίσεις τις λαλιές, άκουγες τις ιστορίες που λέγανε. Πού πήγανε, τι είδανε, τι κάνανε. Τίποτα δεν έμεν' ανείπωτο. Μέχρι που χανόταν όλο το φως κι έπεφτε το σκοτάδι κι η νύχτα. Τότε τά 'παιρν' ο ύπνος και μένανε γραπωμένα στα λιανά κλαράκια, ακούνητα, ίσαμε πάλι το πρώτο φώς.

Κώστας Καζάκος
-η λέξη, τχ.138-


ΠΡΟΔΟΜΕΝΗ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗ

Τα μεσάνυχτα που σμίγουνε οι ώρες,
προδομένη μου αγάπη
Τα μεσάνυχτα που σμίγουν οι καρδιές μας,
προδομένη μου αγάπη
Νταν νταν νταν νταν νταν σημαίνει,
νταν το τέλος της αγάπης

Δυο πουλιά - δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια

Τα μεσάνυχτα που 'ναι μακριά ο ήλιος,
προδομένη μου αγάπη

Τα μεσάνυχτα που 'ναι κοντά οι ζωές μας,
προδομένη μου αγάπη


Μίκης Θεοδωράκης
(με τη Βέρα Ζαβιτσιάνου)
permalink σχoλια: 0 ...