παρα-κείμενα

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 27, 2011

186 ~ τσιγάρα, vi


Gary Cooper

Πώς με περίμενες με το τσιγάρο
Σαν φράση μουσική στα χείλη

Ζέφη Δαράκη


- ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΒΛΑΠΤΕΙ ΣΟΒΑΡΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ

το ξέρω
αλλά τη νύχτα και μπροστά στη θάλασσα
επίσης σοβαρά ωφελεί την προσευχή
γιατί ο καπνός, ωχρός λαθρεπιβάτης
παίρνει το λεωφορείο των σύννεφων
κι όταν εκείνο κάνει στάση στο Θεό

α, τότε θα μ' αναγνωρίσει - δε μπορεί
απ' το άφιλτρο του λάρυγγα
από το μπλέντετ των πνευμόνων
από τη δυσωδία των σωθικών
αφού δεν αρκεί φαίνεται
μέσα στο απόλυτο σκοτάδι
μια τόση δα μικρούλα καύτρα
που επιμένει.

Γιάννης Βαρβέρης
-Ο κύριος Φογκ-


Βήματα

...
ω θεέ είναι υπέροχο
να σηκώνομαι απ' το κρεβάτι
και να πίνω τόσο πολύ καφέ
και να καπνίζω τόσα πολλά τσιγάρα
και να σ' αγαπώ τόσο πολύ.

Frank O'Hara
μτφ: Γιάννης Λειβαδάς
-Ανθολογία αμερικανικής ποίησης του εικοστού αιώνα-


ΦΑΡΜΑΚΙ

Υπάρχουν φορές που ένα τσιγάρο είναι ακριβώς το μόνο πράγμα για να ξεπεράσεις μια στιγμή. Πιο πολύ κι από ένα δικό σου άνθρωπο, είναι ένα κρυφό, τέλειο φιλαράκι που ξέρει τα πάντα και δείχνει απόλυτη κατανόηση. Καθώς καπνίζεις το κοιτάζεις από ψηλά - χαμογελαστά ή σκυθρωπά, ανάλογα με την περίσταση -, εισπνέεις βαθιά και διώχνεις τον καπνό, ξεφυσώντας αργά. Ήταν μια απ' αυτές τις στιγμές. Περπάτησα μέχρι τη μανόλια και τράβηξα μια βαθιά ρουφηξιά.

Katherine Mansfield
μτφ: Λίζα Σαμλόγλου
-Κάτι παιδιάστικο μα τόσο φυσικό-



Ο ΑΜΛΕΤ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

Κρυστάλλινα τα πόδια σου και κρύσταλλα καπνίζεις
με χιόνι στα παπούτσια σου και χιόνι το παλτό
τη στάχτη του τσιγάρου σου στα χέρια μου αγγίζεις
μα εγώ μετρώ τι μου ζητάς και πόσα σου χρωστώ

Ντυμένος Άμλετ στη βροχή γυρνώ στην επαρχία
ζητώ να βρω ποιος μου 'δωσε τσιγάρο μια στιγμή
ποιος άγνωστος με πίστεψε πως θα 'ναι επιτυχία
χωρίς εμένα αν παιχτεί το έργο στη σκηνή

θάνος Μικρούτσικος / Μάνος Ελευθερίου

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 12, 2011

185 ~ μουσική, ii



Όταν η αίσθηση ξεδιψάσει
έρχεται η μουσική


Μηνάς Δημάκης

ΠΛΑΓΙΑ ΒΡΟΧΗVI

Ο μαέστρος κινάει την μπαγκέτα του,
Κι άτονη και θλιμμένη αναβρύζει η μουσική...

Μου θυμίζει τα παιδικά μου χρόνια, τη μέρα εκείνη
Που έπαιζα κοντά σ' έναν τοίχο του κήπου
Ρίχνοντάς του μια μπάλα που είχε από τη μια πλευρά της
Την τσουλήθρα ενός πράσινου σκύλου, κι από την άλλη
Ένα γαλάζιο άλογο που έτρεχε με έναν κίτρινο jockey...

Συνεχίζεται η μουσική, και να στα παιδικά μου χρόνια
Ξαφνικά ανάμεσα σε μένα και τον μαέστρο, άσπρος τοίχος,
Πάει κι έρχεται η μπάλα, πότε ένας πράσινος σκύλος,
Πότε ένα γαλάζιο άλογο μ' έναν κίτρινο jockey...

Όλο το θέατρο είναι ο κήπος μου, τα παιδικά μου χρόνια
Είναι παντού, κι η μπάλα έρχεται καθώς παίζει η μουσική,
Μια θλιμμένη κι ακαθόριστη μουσική που περπατάει μες στον κήπο μου
Ντυμένη με πράσινο σκύλο που γίνεται κίτρινος jockey...
(Τόσο γρήγορα γυρίζει η μπάλα ανάμεσα σε μένα και τους μουσικούς...)

Τη ρίχνω στα παιδικά μου χρόνια κι αυτή
Διασχίζει όλο το θέατρο που βρίσκεται στα πόδια μου
Για να παίξει μ' έναν κίτρινο jockey κι έναν πράσινο σκύλο
Κι ένα γαλάζιο άλογο που παρουσιάζεται πάνω απ' τον τοίχο
Του κήπου μου... Κι η μουσική ρίχνει μπάλες
Στα παιδικά μου χρόνια... Κι ο τοίχος του κήπου είναι φτιαγμένος από κινήσεις
Της μπαγκέτας και συγκεχυμένες περιστροφές από πράσινους σκύλους
Και γαλάζια άλογα και κίτρινους jockey...

Όλο το θέατρο είναι ένας άσπρος τοίχος από μουσική
Απ' όπου ένας πράσινος σκύλος τρέχει πίσω απ' τη νοσταλγία μου
Για τα παιδικά μου χρόνια, γαλάζιο άλογο μ' έναν κίτρινο jockey...

Κι απ' όλες τις πλευρές, απ' τα δεξιά προς τ' αριστερά,
Όπου υπάρχουν δέντρα κι ανάμεσα στα κλαριά κοντά στην κορυφή
Με ορχήστρες που παίζουν μουσική,
Προς εκεί που υπάρχουν αράδες από μπάλες στο μαγαζί όπου την αγόρασα
Κι ο άνθρωπος του μαγαζιού γελά ανάμεσα στις αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων.

Κι η μουσική σταματά σαν τοίχος που γκρεμίζεται,
Η μπάλα κυλά προς τον γκρεμό των ονείρων μου που διακόπηκαν,
Κι απ' το ύψος ενός γαλάζιου άλογου, ο μαέστρος, κίτρινος jockey που γίνεται μαύρος
Χαιρετά, αφήνοντας την μπαγκέτα του πάνω στη μουσική γραμμή ενός τοίχου,
Κι υποκλίνεται, χαμογελώντας, με μιαν άσπρη μπάλα πάνω στο κεφάλι του,
Άσπρη μπάλα που εξαφανίζεται πίσω απ' την πλάτη του...

Fernando Pessoa
*μτφ: Αντρέας Παγουλάτος
-Ωδές και ποιήματα-



ΤΟ ΠΙΑΝΟ

Είμουν στην λίστα των κατάδικων
στο παραπέντε να πεθάνω...
Όμως απ' τον χαμό τον άδικο
μ' έσωζε πάντα αυτό το πιάνο.

Η μελωδία του σα βότανο
και παρηγόρια σαμαρείτη
με στήλωνε καθώς ερχότανε
απ' το χαμένο μου το σπίτι.

Την κόρη την μικρούλα μου άκουγα
να βγάζει φως από τα πλήχτρα,
να με λυτρώνει από τα κάτεργα
τους ήχους δίνοντας για λύτρα...

Κι από τη θλίψη και τον κάματο
τ' ασπρόμαυρα σκαλιά του πιάνου
μ' ανέβαζαν πάνω απ' το θάνατο
κι απ' την ζωή πιο παραπάνω,

ως το γενναίο περήφανο άκουσμα
μιας επουράνιας μελωδίας
που κάνει ελπίδας προανάκρουσμα
το ρέκβιεμ κάθε τραγωδίας.

Πέφταν οι νότες σαν τα ψίχουλα
απ' του Θεού την πανδαισία
κι εγώ με λαιμαργία ζήτουλα
γευόμουν την αθανασία,

στα μαγικά του Μότσαρτ σύμπαντα
στο θεϊκό του Μπετόβεν βάθος...
Κι ανάστασης άκουγα σήμαντρα
πέρα απ' τον πόνο και το πάθος.

Αλέξης Πάρνης-Νέα Εστία, τχ. 1584-


ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΕ ΓΑΜΟ

H Φράνκι στεκόταν και περίμενε τη νύχτα. Και κείνη ακριβώς τη στιγμή άρχισε να παίζει κάποια τρομπέτα. Κάπου μέσα στην πόλη, όχι πολύ μακριά, η τρομπέτα άρχισε να παίζει ένα μπλουζ, ένα σκοπό θλιμμένο και χαμηλό. Ήταν η λυπημένη τρομπέτα κάποιου μαύρου αγοριού. Δεν ήξερε όμως ποιανού. Η Φράνκι στεκόταν αλύγιστη, το κεφάλι σκυφτό και τα μάτια κλειστά, αφουγκραζόταν. Είχε κάτι τούτος ο σκοπός που της ξανάφερνε όλη την άνοιξη: λουλούδια, τα μάτια των ξένων, βροχή.

Ο σκοπός ήταν χαμηλός και σκοτεινός, λυπημένος. Και τότε, μεμιάς, καθώς αφουγκραζόταν, η τρομπέτα άρχισε να χορεύει σ' έναν άγριο τζαζίστικο ρυθμό που τινάχτηκε στροβιλίζοντας προς τα πάνω, μόρτικο νέγρικο σκέρτσο. Στό τέλος της φράσης η μουσική κακάρισε, ψιλή και μακρινή. Έπειτα το ξαναγύρισε στο πρώτο μπλουζ, κι έμοιαζε να μιλάει για κείνη την ατέλειωτη εποχή που μόνο μπελάδες είχε φέρει. Στεκόταν στο σκοτεινό πεζοδρόμιο, και το ζούλιγμα στην καρδιά έκανε τα γόνατά της να σφίγγονται και το λαιμό να πετρώνει. Και τότε, στα καλά καθούμενα, έγινε κάτι' στην αρχή, η Φράνκι δε μπόρεσε να το πιστέψει. Ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε να ξαναπιάσει τη μελωδία, η μουσική τέλειωσε και η τρομπέτα σταμάτησε. Άξαφνα, ή τρομπέτα είχε πάψει να παίζει. Για μια στιγμή, η Φράνκι δεν το χώνεψε, έμεινε σα χαμένη. Στο τέλος ψιθύρισε στον Τζων Χένρυ Γουέστ: «Να δεις που θα σταμάτησε να τινάξει το σάλιο απ' την τρομπέτα. Σε μισό λεπτό θα το τελειώσει».

Η μουσική δεν ξαναγύρισε. Ο σκοπός έμεινε σπασμένος, ατέλειωτος. Και κείνο το σφίξιμο, δεν το άντεχε πια.

Carson McCullers
*μτφ: Τζένη Μαστοράκη



ΒΑΛΕ ΜΟΥΣΙΚΗ

Σε κάθε λύπη και χαρά
και σ' ότι φέρνει ο χρόνος
η μουσική είναι συντροφιά
και λύτρωση και πόνος.
Σε κάθε ζήλια και θυμό,
στο κλάμα στο σκοτάδι
και στο δικό μας το χαμό,
στο τέλος και στο χάδι.

Βάλε μουσική, χορεύοντας να φύγω
σε μια φιγούρα απλή και δυνατή
το θέλω μου να πνίγω.
Ό,τι θες εσύ - τα χέρια μου ανοίγω
να κάνω ένα βήμα και στροφή
χορεύοντας να φύγω.

Και το ρυθμό της έχω βρει
προτού ακόμα αρχίσει
και ξέρω πριν το θέμα μπει
αν μ' έχεις αγαπήσει.
Κι όταν το όχι θ' ακουστεί
φοβάμαι να 'μαι μόνη
μα το σκεπάζει η μουσική
που αμέσως δυναμώνει.

Μονο η μουσική μού κάνει αλήθεια
ό,τι ψέμα τώρα και να ζω.


Μιχάλης Χατζηγιάννης
(με την Δέσποινα Ολυμπίου)


Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...