παρα-κείμενα

Πέμπτη, Οκτωβρίου 27, 2011

188 ~ βροχή, iv

Image and video hosting by TinyPic Image and video hosting by TinyPic Image and video hosting by TinyPic Image and video hosting by TinyPic Image and video hosting by TinyPic
Steve Walker

Έξω βρέχει
Αν σκύψεις εδώ που γράφω
Θα ακούσεις.

Γιάννης Τόλιας
-Λυσίπονον-


Βρέχει πάλι απόψε
μέρες Σεπτεμβρίου φετινές
μα οι σταγόνες πέφτουνε
σε χρόνια ασύμμετρα και μακρινά
στα μάτια σου Μυρτάλη

βρέχει
κι όμως δεν είναι το βρεγμένο χώμα
που ανασαίνω
μα η μυρωδιά απ' τα μαλλιά σου
η μυρωδιά από καπνό βιβλίων διαβασμένων
κι από τ' απόμακρο τριαντάφυλλο
των παιδικών μου χρόνων
είναι απ' το γάλα το ζεστό
κι από τα δάκρυα
είναι από ξύλο κόκκινο
μελάνι
όνειρο
και μοναξιά

βρέχει σε όλες τις γυναίκες
που αγάπησα

Γιάννης Ευσταθιάδης
Ποιήματα 1975-1998


Η ΒΡΟΧΗ

Πάμφωτη από ψηλά όταν κατεβαίνεις,
πύργος ορμητικός που καταρρέει,
σαρκοβόρα σκιά που πέφτει απάνω
στο φρέσκο ξύπνημα της γης, κι αγκρίζοντας
τη μούσκλινη καρδιά σου ανασηκώνεσαι
σαν ένα πλάσμα μανιακό, τυφλός
κι ωραίος εραστής της γης ετούτης
ύπτιας κάτω απ το βάρος των νερών σου,
ακούν το μέγα ορυμαγδό της μπόρας
και ξυπνάνε τα δέντρα βυθισμένα
στ' αργό όνειρο που ακόμα τα κατέχει.
Τα γέρικα στοιχεία ενσωματώνονται
σα θλιμμένοι υπνοβάτες που στον άνεμο
διασταυρώνουν τις παγερές κραυγές τους.
Θύμα γλυκό του νυχτιάτικου θρήνου,
παλιά ευωδιά αποχαιρετάει τη γη μας,
βρεγμένο το ισκιερό εργάσιμο στέρνο
και μια κίτρινη λάμψη μες στα σύννεφα
δείχνει την απειλητική πλημμύρα
πίσω απ' το σκούρο χαλί του νερού.
Πυκνέ έρωτα που απ' τα όρη κατεβαίνεις,
σα μια μαύρη κατασπαράχτρα ανάσα!
Νιώθω την αγωνία σου και την τόλμη σου,
τη μονότονη ροή σου που μαυρίζει
το ηδονόχαρο δέρμα της αβύσσου•
ακούω μες στη χαρούμενη καρδιά μου
την τυφλή ορμή να ξεχειλάς μ' εκείνο
το μεγαλείο του νήπιου ζώου
που τους ακμαίους χυμούς του μουκανίζει'
βλέπω τη λάμψη του κορμιού σου, ατσάλι,
σουβλιά κι επίμονα φιλιά να μπήγει
στο σκούρο βούρκο, και στο τίποτα
να βουλιάζει όπως θεά των λουλουδιών.
Τι είν' η όψη σου για μένα, κι οι ηδονές αυτές
τι φέρνουν άλλο απ' την παράξενη έκσταση
κολασμένου ενός κόσμου που η αρμονία του
υφαίνει μπρος στα μάτια μας ετούτη
την εικόνα της ερωτευμένης φύσης;
Είσαι δαιμόνιο ωραίο, ωραία βροχή,
παλμός κουφός με αθάνατες φτερούγες,
μοιάζεις θεϊκό νερό όταν βλέπω πόσο μόνος
μέσ' απ' τα φώτα σου ο άνθρωπος στενάζει.

Juan Gil-Albert
*μτφ: Ηλίας Ματθαίου
-Σύγχρονη Ισπανική Ποίηση-



Ο ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΠΟΥ ΑΡΝΗΘΗΚΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

...η παρουσία της είχε απλοποιήσει το καθετί και είχε φασματοποιήσει όλα σε τέτοιο βαθμό που η προβλήτα είχε χάσει το πραγματικό της πρόσωπο και φάνταζε χαμένη σε μιαν αχλύ χωρίς την παραμικρή πια χρησιμότητα.

Επιπλέον έβρεχε, και το λιθόστρωτο ήταν κατάσπαρτο με λιμνούλες που σχημάτιζαν τα άφθονα κοκκινωπά νερά, που κυλούσαν από τα λούκια των κτιρίων, ενώ τα κατάρτια των πλοίων ξεπερνούσαν τις στέγες και υψώνονταν στάζοντας κατά το σκοτεινό ουρανό.

Η Φουζάκο, θέλοντας να περάσει όσο πιο απαρατήρητη γινόταν, περίμενε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου παρακολουθώντας, μέσα από τα θαμπωμένα απ' τη βροχή τζάμια του, τους άντρες του πληρώματος καθώς έβγαιναν ένας ένας από το ξύλινο κι ανεμόδαρτο παράπηγμα. Ο Ρουάγι, αφού χασομέρησε μια στιγμή στο κατώφλι για να σηκώσει το γιακά του ναυτικού του επενδύτη και να χώσει σχεδόν ως τα μάτια το πηλήκιό του, βγήκε στη βροχή κρατώντας στο χέρι του τον παλιό, κλεισμένο με φερμουάρ, σάκο του. Η Φουζάκο έστειλε τον οδηγό της, που πήγε τρέχοντας κατά τη μεριά του, και την άλλη κιόλας στιγμή ο Ρουάγι έπεσε κυριολεκτικά μες στ' αυτοκίνητο σαν ογκώδης και μουσκεμένη απ' τη βροχή αποσκευή.

- Το 'ξερα, το 'ξερα πως θα 'ρχοσουν, είπε λαχανιαστά γραπώνοντας και με τα δυο του χέρια τους ώμους του γούνινου παλτού της Φουζάκο.

Τ μάγουλά του γυάλιζαν από τη βροχή - ή μήπως απ' τα δάκρυα; - κι ήταν πολύ πιο ηλιοκαμένος, ενώ η Φουζάκο είχε χλομιάσει και μες στο μισοφωτισμένο αυτοκίνητο το πανιασμένο της πρόσωπο έφεγγε σαν ανοιχτό παράθυρο.

Yukio Mishima
*μτφ: Βαγγέλης Κατσάνης
-Ο ναυτικός που αρνήθηκε τη θάλασσα-



ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΗ ΒΡΟΧΟΥΛΑ

Ανοιξιάτικη βροχούλα η αγάπη μου η παλιά
στην αγάπη την καινούργια δώρα στέλνει και φιλιά
Με το ίδιο το τραγούδι που γυρίζει σιγανά
και ξυπόλητη χορεύει στα σοκάκια τα στενά

Ανοιξιάτικη βροχούλα μού ψιθύρισε στ' αυτί
για έναν κόσμο καμωμένο με σοφία κι αρετή
Τ' ουρανού το περιβόλι μοναχά για μας τους δυο
περιμένει φυλαγμένο στου μυαλού σου το βυθό

Βαγγέλης Γερμανός

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...

Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2011

187 ~ νύχτες, v



Το φεγγάρι ανεβαίνει τη νύχτα
Μα πίσω απ' τα βλέφαρα πιο σκοτεινή
Ανεβαίνει ακόμη μια νύχτα



Ελένη Βακαλό


ΝΥΧΤΑ

Τις χαρακιές στο πρόσωπό μου δεν τις είδα,
τις κρύβει ο καθρέφτης μου, φοβάται.
Εκεί που εκπαιδεύουνε τους μάγους πήγα,
δεν έμαθα ποτέ να τραυματίζω αθόρυβα.
Να χαρακώνω έμαθα τη νύχτα μου μονάχα.
Έτσι κρυώνει και συστέλλεται.
Τυλίγεται στο μαύρο της μανδύα,
προβάλλει εύθραυστη, μοναδική κι αρχαία
και γέρνει πάνω μου μ' υποταγή.

Με κλείνει μέσα στο ακένωτο σκοτάδι,
στο σώμα της το μαύρο το ανεπούλωτο.

Αργυρώ Μάντογλου
-Γενέθλια βροχή-


Ο ΒΟΥΤΗΧΤΗΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ
2
...
Οι νύχτες δεν είναι σκιές της ημέρας, ενωμένες μεταξύ τους
σα βαγόνια. Είναι ένα, ένα, ένα.
Λειώνουν πάλι οι αλήθειες και γίνονται ένα, στιλπνό ως κλειδί αυτοκινήτου,
παρ' όλο που οι πολυέλαιοι βρίσκονται σκόρπιοι πάνω στα πατώματα.
Είναι εκείνη η ώρα του χρόνου που ονομάζεται νύχτα.

Gunnar Harding
*μτφ: Βασίλης Παπαγεωργίου
-Σύγχρονοι Σουηδοί Ποιητές-



ΜΙΑ ΚΑΤΑΛΕΥΚΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Αυτή είναι μια βραδιά καντιφεδένια: δεν θα μπορούσα να σου την περιγράψω αλλιώς. Απαλή, σε τυλίγει σφιχτά. Παρακολουθώ το κούρνιασμα της μοναξιάς, αργά αργά, επάνω μου, μέσα στα δωμάτια, στα νύχια μου που τα 'βαψα για να περάσει η ώρα, πάνω στα έπιπλα.

Φαίνεται να 'ναι από τις νύχτες που διαρκούνε. Το ίδιο αψεγάδιαστη. Θαρρείς πως η πόλη αυτή, αφού μήνες ολόκληρους έπλεε μέσα στη λάσπη και το πούσι, ξαφνικά, αυτήν τη νύχτα, προσέγγισε σ' ένα ολοκάθαρο νησί από χιόνι. Ανοίγω το παράθυρο και ρουφάω μέσα μου το χιόνι. Τα κτίρια απέναντι είναι κατασκότεινα.

[....] Παλιά, θα ήλπιζα πως μόλις θα 'βγαινες, πρώτα-πρώτα θα έτρεχες σε μένα. Θα διάλεγες μια νύχτα Παρασκευής, απόψε είναι Παρασκευή, εκτός από το χιόνι και την Παρασκευή, είναι μια νύχτα όπως όλες οι άλλες. Θα 'μπαινες σ' ένα νυχτερινό λεωφορείο. Ύστερα από μερικές ώρες θα έτρωγες σούπα μέσα από ένα μικρό, βαθύ πιάτο μ' ένα στραβωμένο κουτάλι, σε κάποιο από τα μαγεριά στα περίχωρα του Μπολού. Μπαίνοντας στην πόλη θα μέτραγες τις λεύκες μέσα στο σκοτάδι. Θα κολατσίζαμε μαζί.

Tomris Uyar
-Το Δέντρο, τχ.52-


Η ΝΥΧΤΑ

Η νύχτα ξέρει και φοβάται
μας αγαπάει μας λυπάται
μαζί μας πίνει, και ξενυχτάει
και το πρωί για ύπνο πάει

Η νύχτα θέλει ν' αγαπιέται
και από έρωτα χτυπιέται
καπνίζει, βρίζει και διαβάζει
κλαίει σαν παιδί κι αναστενάζει

Η νύχτα παίζει και κιθάρα
και μένει πάντα από τσιγάρα
γράφει τραγούδια και ζηλεύει
γυρνάει στους δρόμους και αλητεύει

Η νύχτα ντύνεται γυναίκα
και ξεκινάει κατά τις δέκα
τους άλλους βάζει να τα σπάνε
και τα πληρώνει όσα και να 'ναι

Η νύχτα κάνει απιστίες
και παίρνει μέρος σε ληστείες
βάζει μια βόμβα στη Κυψέλη
και ύστερα λέει ό,τι θέλει

Η νύχτα ό,τι και να γίνει
αναλαμβάνει την ευθύνη
αυτός που ξέρει τι συμβαίνει
ζει με τη νύχτα και σωπαίνει

Αφροδίτη Μάνου

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...