παρα-κείμενα

Δευτέρα, Ιανουαρίου 28, 2013

214 ~ πόλεις, iii



ο νους μου πάει έτσι τυχαία
στην Ξάνθη ή στην Κομοτηνή
πόλεις που ούτε καν τις ξέρω
μα που μπορώ να φανταστώ τη θλίψη τους


Γιάννης Ευσταθιάδης


...
ακούω πάντα να με φωνάζεις μες στο πλήθος
ανεβαίνω τη Φιλελλήνων λαχανιαστά
το σημερινό κρύο και τι δε μου θυμίζει
κι όμως την πόλη αυτή εγώ την έχω φτιάξει
εγώ έκοψα σε χαρτί τα ανθρωπάκια της
εγώ ζωγράφισα σειρές τις πολυκατοικίες
οριζόντιους και κάθετους τους δρόμους
δεν έχει μυστικά για μένα μου ανήκει
την καταστρέφω την ξεσκίζω
κλεισμένος μέσα σε ασανσέρ
κυνηγημένος σε δημόσια ουρητήρια
κι ύστερα κτυπώ τις διάτρητες καρτέλες
κι ανεβαίνω με τον καπνό
από τις πρωινές καμινάδες των εργοστασίων
φεύγω απ' την αγκαλιά σου και χάνομαι μακριά
α κι αυτές οι πλατείες να μην ήταν οι ίδιες
κι οι δρόμοι να μην τους είχα τόσο συνηθίσει
τόσο πολύ διασχίσει πάνω-κάτω
οι βραδιές να μην ήταν τόσο γεμάτες
μ' επιτραπέζια παιχνίδια
η ζωή να μην ήταν τριμμένη
με τόση γομολάστιχα

Γιάννης Ευσταθιάδης
-Τα ασπρόμαυρα-


Η ΑΠΟΥΣΙΑ
...
Ω πόλεις πόλεων πολλών κειμήλια
Πόλεις ενθύμια τυλιγμένα τους πόθους μας
Πόλεις πρώιμες το πρωί
Και όψιμες από μίαν άποψη
Πόλεις ισχυρές σα χήρες
Πόλεις εσώτερες σαν κότερα
Απορφανισμένες απ' όλους τους χτιστάδες τους
Τους διανοητές και τα φαντάσματά τους.

Paul Eluard
*μτφ: Γιώργος Κεντρωτής
-Οροπέδιο, τχ. 6-


ΤΟΠΟΛΟΓΙΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ-ΦΑΝΤΑΣΜΑ

Πριν κοιμηθώ, η πόλη, πάλι
...
Μα δεν υπάρχει πια τίποτα, ούτε φωνή, ούτε κίνηση, ούτε απόμακρος θόρυβος' ούτε το παραμικρό διακριτό περίγραμμα που να αποκαλύπτει κάποιες διαφορές, κάποια προεξοχή των διαδοχικών επιπέδων όλου αυτού του όγκου από σπίτια, παλάτια, λεωφόρους. Η ομίχλη που αυξάνει, πιο πυκνή από στιγμή σε στιγμή, έχει ήδη πνίξει την πόλη μέσα στην υαλώδη μάζα της, έχει ακινητοποιήσει τα πάντα, όλα έχουν σβήσει.

Πριν κοιμηθώ, επιμένοντας όμως ακόμη, η νεκρή πόλη...

Να. Είμαι μόνος. Είναι αργά. Αγρυπνώ. Τελευταίος φρουρός μετά τη βροχή, μετά τη φωτιά, μετά τον πόλεμο, ακούω ακόμη μέσα από ατέλειωτα στρώματα λευκού πάγου τους ανεπαίσθητους απόντες ήχους: τελευταία τριξίματα των πυρπολημένων τειχών, στάχτη ή σκόνη ρέουσα από μια χαραγματιά σε λεπτό δίχτυ, νερό που στάζει στον πυθμένα μιας αποθήκης με ραγισμένο θόλο, μια πέτρα που αποσπάται απ' την καταστραμμένη πρόσοψη ενός μνημειακού κτιρίου, κατρακυλά αναπηδώντας στις προεξοχές των γείσων και κυλά στο έδαφος ανάμεσα στις άλλες πέτρες.

Μα δεν υπάρχει πια τίποτα, ούτε κτύπημα, ούτε τρίξιμο, ούτε απόμακροι θόρυβοι, ούτε το παραμικρό ακόμα περίγραμμα, πριν κοιμηθώ.

Πριν κοιμηθώ, η πόλη ακόμη μια φορά ορθώνεται...

Alain Robbe-Grillet
*απόδοση: Άννα Παπαδάκη
-Το Δέντρο, τχ. 33/1983-


ΑΘΗΝΑ '78

Περπατώ μέσ' στους δρόμους της Αθήνας ξανά
τις βραδιές της και τα δειλινά
κι όσα γύρω μου βλέπω τα γνωρίζω καλά
κι όμως το νιώθω αλλάξαν πολλά.

Περπατάς μέσ' στους δρόμους της Αθήνας κι εσύ
μιας Αθήνας που πια μας μισεί
στους πολλούς άλλος ένας δε σε ξέρει κανένας
κι ούτε ξέρεις κανέναν κι εσύ

Περπατάμε στους δρόμους κι η ζωή μας κυλά
όμως έχουμε μάθει καλά
πως αλλάζουμε όλοι όπως αλλάζει κι η πόλη
όπως αλλάξαν στις μέρες μας πολλά.

Λουκιανός Κηλαηδόνης

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...

Παρασκευή, Ιανουαρίου 11, 2013

213 ~ μοναξιά, ii


by David Hockney

Έχω ένα κεφάλι γεμάτο σταγόνες βροχής
και νότες του Μπαχ
έχω λέξεις παρείσακτες
φωτεινές επιγραφές που δεν αποκρυπτογράφησα

και μια μοναξιά ενικού αριθμού


Γιάννης Ευσταθιάδης
-Ενικού αριθμού (1985)-


ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

στο βάθος ξεχωρίζει η θάλασσα
ένα γαλάζιο αστραφτερό κι απρόσιτο
μια δίψα
ψηλά στο μυστικό κελάρι τ' ουρανού
μπρούσκο εκλεκτό της μνήμης
στο βάθος ξεχωρίζει η θάλασσα
όπως γυναίκα σε φανταστική οθόνη
που ως αργά τη νύχτα μεταφράζει όνειρα
στη διάλεκτο της μοναξιάς
όσοι εδώ μέσα μπήκαν έφυγαν
άφησαν πίσω τα βιβλία τους, τις μουσικές
κάτι απ' το χνώτο τους
ένα αποτσίγαρο μες στον πηχτό ντελβέ
άφησαν πίσω τους κενό και αινίγματα
κάδρα που όρθια γέρνουν
χρώματα που θαμπώνουν μες στο φως
διπλό κρεβάτι για το αχ χωρίς το άγγιγμα
τον κούφιο ήχο του νερού στο μπάνιο
ένα λυγμό που δεν διαλύει
την πέτρα μέσα της
στο βάθος ξεχωρίζει η θάλασσα
σαν ποίημα που υπόσχεται το μακρινό ταξίδι
ή σαν ψυχή που πρόδωσε
αυτό το κάτι στη φωνή της
και τώρα πνίγεται μέσα στο καθημερινό της τίποτα
μέσα στην έπαρση και τη λαχτάρα της

Τόλης Νικηφόρου
-κουκούτσι, τχ.2-


ΜΟΝΟΣ

Κλείνω την πόρτα πίσω μου,
κλείνω την πόρτα
στη σελήνη, τα άστρα, τα λουλούδια,
κλείνω την πόρτα στα πουλιά,
στους λειμώνες,
μόνος
σαν άψινθος
ανθοφορώ τη θλίψη μου,
μόνος σαν τη θάλασσα
καλώ τους γερανούς των ελπίδων,
μόνος σαν τον άνεμο
ψάλλω τον έρωτα και το θάνατο,
κλείνω την πόρτα,
κλείνω την πόρτα με το στόμα πληγωμένο,
τα χέρια διάτρητα ως την ψυχή.

Kajetan Kovič
μτφ: Λόισκα Αβαγιανού
-η λέξη, τχ.95-


ΕΝΑΣ ΑΝΔΡΑΣ ΜΟΝΟΣ

Πρόκειται για ένα πολύ μικροφτιαγμένο σπιτάκι. Ο Τζωρτζ νιώθει συχνά προστατευμένος μέσα στα περιορισμένα του όρια. Δεν υπάρχει αρκετός χώρος εδώ για να νιώσεις μονάχος.

Κι όμως...

Σκεφθείτε δυο ανθρώπους που ζουν μαζί μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, σ' αυτό το μικρό χώρο, να στέκονται δίπλα δίπλα και να μαγειρεύουν στην ίδια μικρή κουζινίτσα, να στριμώχνονται προσπερνώντας ο ένας τον άλλο στη στενή σκάλα, να ξυρίζονται μπροστά στον ίδιο μικρό καθρέφτη του μπάνιου, να σκουντιούνται συνέχεια, να πέφτουν συνέχεια ο ένας πάνω στον άλλο, κατά λάθος ή επίτηδες, άλλοτε μ' αισθησιακή διάθεση, άλλοτε επιθετικά, άλλοτε αδέξια, ανυπόμονα, με θυμό ή με αγάπη — σκεφθείτε πόσο βαθιά, αν και αόρατα, σημάδια πρέπει να έχουν αφήσει παντού πίσω τους. Η είσοδος της κουζίνας είναι υπερβολικά στενή. Δυο άνθρωποι που βιάζονται, μεταφέροντας πιάτα με φαγητό στο χέρι, είναι πολύ εύκολο να συγκρουστούν σ' αυτό το σημείο. Κι είναι εδώ ακριβώς που ο Τζωρτζ, σχεδόν κάθε πρωί, φτάνοντας στον πάτο της σκάλας, έχει την αίσθηση πως βρίσκεται ξαφνικά μπροστά σε μια απότομη, απόκρημνη άκρη, θαρρείς και το μονοπάτι που κατέβαινε αποκόπηκε από τον όγκο του βουνού και κατρακύλησε στο βάθος της κοιλάδας. Είναι εδώ που ο Τζωρτζ στέκεται ακίνητος και συνειδητοποιεί, με μια αρρωστημένη οξύτητα, και σχεδόν σαν για πρώτη φορά, ότι ο Τζιμ έχει πεθάνει. Είναι νεκρός.

Στέκεται τελείως ακίνητος, σιωπηλός, ή το πολύ πολύ αφήνοντας να του ξεφύγει ένα σύντομο γρύλισμα ζώου, καθώς περιμένει να του περάσει ο νευρικός σπασμός. Μετά μπαίνει στην κουζίνα. Αυτοί οι πρωινοί σπασμοί είναι πολύ επώδυνοι για να τους αντιμετωπίσει κανείς με συναισθηματισμό. Όταν περάσουν, ο Τζωρτζ νιώθει απλώς ανακούφιση. Είναι σαν να απαλλάχτηκε από μια δυνατή κράμπα.

Christopher Isherwood
μτφ: Λουκάς Θεοδωρακόπουλος
-Ένας άνδρας μόνος-


ΜΕ ΤΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΧΑΝΟΜΑΙ

Με τα φεγγάρια χάνομαι
με τα σκοτάδια βγαίνω
Μαύρο πουλί της μοναξιάς
στην ερημιά, στην ερημιά κρυμμένο

Δεν τη μπορώ τη μοναξιά
αυτή που μ' έχεις ρίξει
αυτή που δεν μου άξιζε
αυτή που μ' έχει κρύψει

Γιώργος Ζήκας
με τον Σταύρο Λογαρίδη

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...