παρα-κείμενα

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 27, 2006

49 ~ πρωτοχρονιά, i



Τρία... δύο... ένα... Γλέντια την πρωτοχρονιά, σαμπάνιες, πυροτεχνήματα, τραγούδια...

Και η άλλη μέρα ήταν απλά άλλη μία μέρα.

Δημήτρης Βάρος


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

Μόναχο, πρωτοχρονιά του 1992:
Πελώριες οι σάλπιγγες αντηχούσανε στην κεντρική πλατεία,
κάτω από έναν καθαρό, αλλά παγωμένο ουρανό.
Το μάτι μου σε πήρε ανάμεσα στο πλήθος,
αλλά τα πόδια μου ήταν βαριά, από την κούραση και την ορθοστασία.

Σε λίγο είχες χαθεί.

Γιώργος Σταυριανός


Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΕΙ

Το σπίτι της Ζινέτ στο Επερναί ήταν το μεγάλο ανοιχτό σαλόνι για τους φίλους και τους συγγενείς των Ντριλλόν και η αλλαγή του χρόνου γιορταζόταν πάντα με μεγάλη επισημότητα. Ο Κλωντ δεν έκρυβε την αδυναμία προς την μητέρα του και η Ζινέτ καμάρωνε κάθε φορά που τον είχε πλάι της. Απόψε καθόταν ανάμεσα στον Κλωντ και τον Στέφανο, τον οποίο όχι μόνον είχε, πια, αποδεχθεί, αλλά τον αγαπούσε και τον νοιαζόταν με τον ίδιο συγκινητικό και διακριτικό τρόπο που εκδήλωνε τα αισθήματά της και για το γιο της. Ο Στέφανος ποτέ δεν την παρεξήγησε που στην αρχή ήταν τόσο επιφυλακτική - σχεδόν εχθρική - μαζί του. Κατανοούσε τις επιφυλάξεις της και κάθε φορά που ο Κλωντ αισθανόταν την ανάγκη να απολογηθεί για την συμπεριφορά της μητέρας του, αυτός προσπαθούσε να την δικαιολογήσει. Η Ζινέτ, έξυπνη και έμπειρη γυναίκα, δεν άργησε να αντιληφθεί ότι οι φόβοι της πως ο "beau Grec" είχε επιλέξει τον κληρονόμο των Nτριλλόν με ιδιοτέλεια ήταν ανυπόστατοι. Δίνοντάς του να ανοίξει το δεύτερο μπουκάλι σαμπάνιας της βραδιάς - μεγάλη τιμή σύμφωνα με το έθιμο - ήταν σαν να του έλεγε «ευχαριστώ» που έβλεπε το γιο της ευτυχισμένο.

Την ώρα που γέμιζε και το τελευταίο ποτήρι - το δικό του, όπως απαιτούσε το πρωτόκολλο – ένιωσε τη δόνηση του κινητού του. Ήταν μια κλήση από τον Δαμιανό. Ξανάβαλε το κινητό στη μέσα τσέπη του σακακιού του, πριν προλάβει να απορήσει για την αδιαφορία του. «Βonne année, mon chéri» είπε και σήκωσε το ποτήρι του κυττάζοντας τον Κλωντ στα μάτια. Το κινητό εξακολουθούσε να δονείται πάνω στην καρδιά του, αλλά ο Στέφανος ούτε που έδινε πια σημασία.

Ιωάννα Μοάτσου - Στρατηγοπούλου
-Εορτολόγιο-


Ο ΧΡΟΝΟΠΟΙΟΣ

Πρωτοχρονιές σε χρόνους άλλους
πρωτοχρονιές με τους μεγάλους'
μικρός εσύ μικρός κι ο χρόνος
αλλάζατε κι οι δυο συγχρόνως.

Λίγο μετά στα 17
με τους γονείς σου ήσουν πάλι
μα αισθανόσουν ήδη απών
σε συντροφιά συμμαθητών.
Το σπίτι σου έχανε εξουσία
και ο χρόνος την κρυφή του ουσία.

Ύστερα γιόρταζες με φίλους
σ' ένα δωμάτιο καπνού-
το θαύμα πάλι ήταν αλλού:
στις παιδικές πρωτοχρονιές σου,
στο χρόνο που άλλαζε μαζί σου
πριν μεγαλώσει η αντίστασή σου.

Τώρα τι κλαις και τι γκρινιάζεις;
Πρωτοχρονιά είναι και γιορτάζεις
την λίγη πίστη του ενηλίκου
στην παιδική ανατολή του.

Πρωτοχρονιές γιορτές του χρόνου
πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου
πώς θα τις γιόρταζες εσύ
τώρα που έχεις το κλειδί;

Μικρό κλειδί και σ' οδηγάει
σ' ένα παράσπιτο στο πλάι
σ' ένα μικρό, μικρό πλανήτη
πλάι στο μεγάλο άδειο σπίτι.

Παει ο καιρός που οι δικοί σας
σκηνοθετούσαν τη γιορτή σας'
και είσαι εσύ που πρέπει τώρα
να υψώσεις της γιορτής τα δώρα

Ποιος θα νοιαστεί και ποιος θα παίξει;
Χρονοποιός ας είναι η λέξη'

γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα
και εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα


Σαββόπουλος Διονύσης

Ετικέτες ,

permalink σχoλια: 0 ...

Κυριακή, Δεκεμβρίου 17, 2006

48 ~ Χριστούγεννα, i

.


ΑΡΤΙΣΤΑ

... Μια φορά, Χριστούγεννα,

τη μέρα που η θερμοκρασία
έσπαγε κάθε ρεκόρ, ανοίξαμε επιτέλους τα από καιρό κλειστά παράθυρά μας
πάνω από την οδό Beacon και ο αέρας που φύσηξε

μέσα στην ψηλοτάβανη κάμαρα
σήκωσε όλο το χάρτινο χιόνι
απ' το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Βρεθήκαμε στη δίνη

ενός τυφώνα δωματίου, χιόνι
στα μανίκια σου και τα μαλλιά, κι ό,τι
μας χώριζε είχε γεφυρωθεί...

Mark Doty
*μετ: Δημήτρης Παπανικολάου



ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δεν είναι τα όνειρα
αυτά και πότε ήταν
ούτε ο πρακτικός βίος που ανατράπηκε ξαφνικά
την μάνα μου συλλογίζομαι απόψε
στρατόπεδο παραμονή Χριστούγεννα
που θα γυρίζει μοναχή της μέσ΄ στο σπίτι
που θα κοιτάζει τα βιβλία μου
και θα κλαίει.

Χρίστος Ρουμελιωτάκης


ΩΣ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Άρχισε να μετράει αντίστροφα από την πρώτη μέρα του Δεκέμβρη. Άδειασε σε ένα μπωλ 24 καραμελίτσες, από αυτές που του είχε φέρει ο Κλωντ για να ελαττώσει τους καφέδες, και κάθε πρωί στις δέκα, με σχολαστική ακρίβεια, μασούσε μία και μετρούσε τις υπόλοιπες. Την τελευταία θα την άφηνε για την ίδια ώρα της παραμονής των Χριστουγέννων - τότε που, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, θα καλωσόριζε τον Δαμιανό στην αίθουσα των αφίξεων του Ρουασί. Ήξερε πόσο απολάμβανε την μυρωδιά του φρεσκοψημένου καφέ, από την εποχή που με το άρωμά του ξυπνούσε κι αυτόν και τις αισθήσεις του εκείνα τα πρωινά που ο Κλωντ έφευγε νωρίτερα και έμεναν μόνοι. O Kλώντ... Ήταν μάταιο να προσπαθεί να ελέγξει τη σκέψη του για να απωθήσει τις ενοχές του. Ένιωθε ότι τον πρόδιδε διπλά, γιατί μετά την απόφαση του Δαμιανού να έρθει στο Παρίσι, είχε ακυρώσει το ταξίδι τους στο Βερολίνο και είχε αρνηθεί την πρόσκλησή του να περάσουν όλοι μαζί τις γιορτές στο σπίτι των Ντριλλόν. Ήθελε να είναι μόνος με τον Δαμιανό αυτές τις πέντε μέρες που θα του χάριζε. 'Ετσι το ένιωθε, σαν χριστουγεννιάτικο δώρο, ακόμα κι αν στο βάθος ήξερε ότι του το χρωστούσε αυτό το ταξίδι. Πάντα ήταν ο Στέφανος που πήγαινε να τον βρει στην Αθήνα, ο Δαμιανός δεν είχε ξαναέρθει στην Γαλλία από τότε που τελείωσε η συνεργασία τους με το πανεπιστήμιο της Γκρενόμπλ. Μέτρησε τις καραμέλες. Τρεις μέρες ακόμα σκέφτηκε σηκώνοντας μηχανικά το τηλέφωνο που χτυπούσε.

Ένα λεπτό αργότερα, αφού ευχήθηκε στον Δαμιανό "καλά Χριστούγεννα", ακούμπησε μαλακά το ακουστικό στη θέση του, άνοιξε το παράθυρο και άφησε το μπωλ με τις τρεις καραμέλες του καφέ να κυλήσει από τα χέρια του και να προσγειωθεί κομμάτια στις πλάκες του ακάλυπτου.

Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου
-Εορτολόγιο-


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

Βιέννη, Χριστούγεννα του 1991:
Στη Rauenstraße ο ουρανός είχε σχεδόν καθίσει πάνω στα σπίτια,
λίγο πριν αρχίσει να διαλύεται σε κομμάτια
που έπεφταν επάνω μου και με κατάπιναν.
Πάει ώρα που σε κυνηγούσα από γωνία σε γωνία,
μέσα στην αδηφάγα λαιμαργία της πόλης που μ' εξαφάνιζε.
Ανάμεσα στα δαιδαλώδη της σχήματα, τις γωνίες και τις τεθλασμένες,
το μόνο που δεν είχε σχήμα ήταν ο ουρανός.

Γιώργος Σταυριανός

Ετικέτες , ,

permalink σχoλια: 0 ...

Κυριακή, Δεκεμβρίου 03, 2006

47 ~ τα παιδικά, i



Μια μέρα με κυρίευσε ο ύπνος όπως οποιοδήποτε παιδί. Έκλεισα τα μάτια και κοιμήθηκα.

Φερνάντο Πεσσόα
-Ποιήματα του Αλμπέρτο Καέϊρο-
(μετ: Φ. Δ. Δρακονταειδής)



Ελένη λοιπόν
σε λένε
Σελάνα που μόνη πλανιέται
Εκείνη
και συ
Που κάθεσαι μόνη
Ελένη

Aκούς:
Παιδική γλώσσα που έχομε όλοι αυτήν σου μιλώ
γιατί δεν την παίζουνε
οι φιλενάδες της.

Ελένη Βακαλό


Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Η παιδική της ηλικία δε μπορούσε να πιστεύσει σ' αυτά τα βουνά' αλλά μεγαλώνοντας κάτω απ' αυτά
η νιότη της έμαθε να γονατίζει στη μεγαλοσύνη τους.
Βρίσκοντας, παρ' όλα ταύτα, μία αγάπη ψηλότερη απ' τα βουνά,
αναχώρησε προς μια σταθερή οικογενειακή ζωή,
σκληρή, όμως, με μια ακαθόριστη ροή καθηκόντων και πιάστηκε σε καταρρακτώδεις ασημαντότητες. 
Αλλά η αγάπη κράτησε τη σιωπή στην καρδιά της 
και χιονόλαμπρες αναμνήσεις ξεπρόβαλαν 
μες από μια απόμακρη σκηνή όπως η νιότη, μια εφησυχαστική αναδρομή. 
Κι εκείνα στάθηκαν φύλακας 
έως ότου ο χρόνος στην πιο τρυφερή του αμφίεση σαν σωτήρας 
την έσπρωξε με τρόπο μέσα στη στενότητα του αιώνα. 
Όπου διψώντας για ένα φύσημα ελευθερίας μες στην οποία ξεκίνησε, 
και με τις περασμένες νομιμότητες να θροΐζουν ίδια μ' άνθη πασχαλιάς, 
επέστρεψε στην προηγούμενη ερημιά 
όπου είχε χάσει την παιδικότητα λες κι ήταν ασημένιο ψευδοκόσμημα 
και στα βουνά με την παλιά ανταποδοτική φιλία τους
αισθανόταν τόσο ασφαλής κάτω από τα βουνά.

J.R. Hervey
*μτφ: Αθανάσιος Βαβλίδας
-Οδός Πανός, τχ.69/70-


ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ

Πόσο ακούραστος και λαμπερός γινόταν ο πατέρας σου, όταν σου μάθαινε σκάκι, όταν πηγαίνατε τις βόλτες σας, ή παίζατε, τις στιγμές που σ' έπαιρνε στην αγκαλιά και σού 'λεγε ιστορίες' σε μυούσε σ' έναν κόσμο και σου αποκάλυπτε σιγά σιγά πως, τα μυστικά της γνώσης είναι μια όμορφη περιπέτεια, ένα μαγευτικό ταξίδι. Όταν τον θύμωνες, ένα παροδικό σούφρωμα στα χείλη του γινόταν όλος του ο θυμός, που έλιωνε στην πρώτη σου λέξη ή κίνηση, στο πρώτο κοίταγμά σου. Κατέλυες στα στεγανά της ψυχής του και τον έκανες πάλι εύπλαστο και ανοιχτό, έτοιμο να χωρέσει μέσα του κι άλλα πολλά, αυτά που είχε ξεχάσει, αυτά που ένα παιδί θυμίζει στους μεγάλους: To χαμόγελο και την ευχή και το διαρκές παιχνίδι.

Ιωάννα Τόμπρου
-Η ευγενής απάτη-


ΠΑΙΔΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Πέρασε η ώρα πια - μα πού είσαι επιτέλους,
μου 'χες πει από νωρίς πως θα ήσουνα εδώ.
Θα σου πω, σαν σε δώ, "να προσέχεις άγγελέ μου"
κι έγραψα ένα τραγούδι παιδικό.

Μουσική μόνο μια, που γυρνάει και ζαλίζει,
στα στενά που γυρνάς και που γύρω τριγυρνάς,
αεράκι απαλό που φυσάει κι εξαγνίζει
να σε φέρει λίγο λίγο προς τα δω.

Λουλουδάκι κόκκινο θα σου δώσω άγγελέ μου
να το δέσεις στα μαλλιά ιερό και φυλαχτό.

Θα σου πω, σαν σε δώ "να προσέχεις άγγελέ μου"
κι έγραψα ένα τραγούδι παιδικό.


Νίκος Κολλάρος

Ετικέτες

permalink σχoλια: 2 ...

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 01, 2006

46 ~ μυρωδιές, i



Αγάπη είναι να διαισθάνομαι, όταν απουσιάζεις,
το άρωμά σου στον αέρα που αναπνέω
και ν' ατενίζω τ' αστέρι που σε παίρνει μακριά
όταν κλείνω την πόρτα της νύχτας.


Salvador Novo
-H έλξη των ομωνύμων-
*μετ: Ρήγας Κούπα



ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Πτυχές του σώματός σου στα σεντόνια -
δεν έχω άλλο κόσμο να σου δώσω
Απόψε, που με βάρυναν τα χρόνια
και σκέφτομαι να φύγω, να τελειώσω

γυρεύω το σκοτάδι σου, σαν να ‘σουν
αυγερινός, σε αυτούς που θα με χάσουν
Γυρεύω το ξημέρωμα πριν φύγει
το σώμα σου στα δάση και στα ρίγη.

Μα, σκύβω κι ακουμπώ στη μυρωδιά σου
με τ’ άστρωτα λευκά παρηγοριέμαι
και να, θυμάμαι κάτι στα μαλλιά σου
σαν φως και λίγο-λίγο αποκοιμιέμαι

Διονύσης Καψάλης


Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΤΩΝ ΚΟΠΑΔΙΩΝ
IX

Είμ' ένας φύλακας κοπαδιών.
Το κοπάδι είν' οι σκέψεις μου
κι οι σκέψεις μου είν' όλες αισθήσεις.
Σκέφτομαι με τα μάτια και τ' αυτιά
και με τα χέρια και τα πόδια
και με τη μύτη και το στόμα.
Να σκέφτεσαι ένα λουλούδι σημαίνει να το βλέπεις και να το μυρίζεις.

Fernando Pessoa
*μετ: Φίλιππος .Δ. Δρακονταειδής


ΤΡΙΑ ΟΝΕΙΡΑ (+1)

Τα αρώματα που ξεθυμαίνουν έχουν μεγάλη θλίψη. Προτιμώ να τα πετάξω. Αν και δεν είναι εύκολο. Το αναβάλλεις. Λες αύριο και πάλι αύριο, λες κάτι έχει μείνει, κάτι λεπτό, κάτι συμπαθητικό, κάτι φίνο. Ψέματα, ψέματα, ψέματα.
Θέλω να με θέλεις. Όπως όταν πιάναμε τάχα την κουβέντα ώσπου νά 'ρθει η ώρα να το βουλώσουμε. Να κλείσουμε το στόμα και ν' απλώσουμε τα χέρια.

Mαργαρίτα Λυμπεράκη


Η ΑΝΟΙΞΗ

Την ώρα που κοιμάσαι τ’ απογεύματα
μ’ αρέσει, που θα βγω με τ’ άρωμά σου
Την ώρα που θα παίζει στο διάδρομο
του δειλινού το φως με τα κλειδιά σου

Κι όσο κι αν πονώ
όπως θα μπαίνει η άνοιξη
εγώ δεν θα γυρίσω να κοιτάξω

Κι έτσι ξαφνικά
όπως θα μπαίνει η άνοιξη
μια και καλή θα σε ξεγράψω


Σταμάτης Κραουνάκης / Λίνα Νικολακοπούλου
(με την Άλκηστι Πρωτοψάλτη)

Ετικέτες

permalink σχoλια: 1 ...