παρα-κείμενα

Πέμπτη, Ιανουαρίου 23, 2014

235 ~ βήματα, ii



Τα ίχνη των βημάτων της ασπάζομαι και κλαίω,
εγγίζω ό,τι έγγισε, και την πνοήν της πνέω

Παναγιώτης Σούτσος


ΕΞΙΛΑΣΜΟΣ

Αν άκουσα τα βήματα σου είναι γιατί περπάτησα στα ίχνη τους
Μέχρι τότε νήπιες οι σκέψεις μου και φωσφορίζουσες οι λέξεις έγδυναν την ψυχή μου παντέρημη Γύριζε τους δρόμους του ο ήλιος
Έφευγε το πρωινό αστέρι έντρομο

Έμφοβες καραδοκούσαν οι σειρήνες στα βράχια τους
Δεν έβλεπαν δεν τραγουδούσαν
Στο χώμα δεν πατούσαν και τις μισούσε η θάλασσα
Τόσο μακριά τις έσερνε το κύμα

Κατάξερα τα χείλη τους απ' την αρμύρα
Τα σώματά τους μέσα στο φως
Να τα ασπρίζει σαν των νεκρών τα σώματα
Ν' αφήνει πάνω τους σημάδια και βογγητά
Κατάρες καί ευχές που ήταν σαν κατάρες
Λόγια ακατοίκητα κι ερημωμένα

Εγώ δεν άκουγα πάρεξ φωνές στον ύπνο μου
Μισές φωνές και λέξεις κεντημένες πάνω σε πρωινά σεντόνια

Μέχρι που άκουσα τα βήματά σου
Τότε που πρωτοπάτησα στα ίχνη τους

Στέφανος Ροζάνης
-σημειώσεις, τχ.56-


ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ

Τα βήματά σου, τέκνα της σιωπής μου,
σαν από θεία χάρη, αργά βαλμένα,
προς το κρεβάτι της αγρύπνιας της δικής μου,
άφωνα προχωρούν και παγωμένα.

Πρόσωπο αγνό, ίσκιε θείε, τι θαυμαστά
τα βήματά σου τα συγκρατημένα!
Θεοί, όλα τα δώρα που μαντεύω, αυτά
τα γυμνά πόδια φέρνουνε σε μένα!

Αν, με τα χείλη σου που τα προτείνεις,
προετοιμάζεις για να γαληνέψεις
τον κάτοικο της ιδικής μου σκέψης
με την τροφήν ενός φιλιού που δίνεις,

μη βιάζεις το έργο αυτό το τρυφερό,
γλυκά τού αν είσαι ή όχι εσύ κοντά μου,
γιατί έζησα για να σε καρτερώ
κι ήταν τα βήματά σου ή καρδιά μου.

Paul Valéry
*μτφ: Μήτσος Παπανικολάου


ΟΙ ΓΟΡΓΟΝΕΣ

Κι όλο αφουγκραζότανε τις νύχτες από το κρεβάτι της, εκεί κοντά στο παράθυρο της αυλής. Άνοιγε τα μάτια κ' έβλεπε έξω, ψηλά, τον κεντημένο ουρανό με τ' άστρα του, να της γνέφουν ανάμεσα από τ' άσπρο σύννεφο της ανθισμένης ακακίας. Περνούσαν απ' έξω οι διαβάτες ανάρια - ανάρια. Άλλοι βιαστικοί, άλλοι με το τέμπο τους. Λογής - λογής πατήματα. Άλλα χορευτικά και άλλα κουρασμένα,
Βιαστικά, συλλογισμένα, ανήμπορα ή χαρούμενα, που τρέχανε να προφτάσουν το ξεφάντωμα. Κοντεύανε, προσπερνούσανε την πόρτα, και πάλι αλαργέβανε σιγά - σιγά και σβηούντανε στα μάκρη του σοκακιού. Η μυρουδιά από την ακακία γιόμιζε την ανοιξιάτικη νύχτα, γιόμιζε και το σπίτι, παχιά και μεθυστικιά. Γλυκιά μυρουδιά, που την ένιωθε ως και στη γλώσσα κι αναστέναζε. Ύστερα μαδούσανε τα λουλούδια της ακακίας, χειμώνας ερχότανε, χιόνια γιόμιζε το σοκάκι. Και πάλι τα πατήματα όλο κι ακουγόντανε στα κούφια. Όλο και προσπερνούσανε, και κείνη όλο κι αφουγκραζότανε, ν' ακούσει τα βήματα που θα κοντοσταθούνε στην πόρτα της, που θα σταματήσουνε στην πόρτα της, ν' ακούσει τον κρίκελλα να βροντήξει, ν' αντιβουίξει η αυλή, ν' αντιβουίξει κ' η καρδούλα της, να πεταχτεί να φωνάξει «τώρα !», να κατέβει τέσσερα - τέσσερα τα σκαλιά ν' ανοίξει.

Στρατής Μυριβήλης
-Το πράσινο βιβλίο-


ΤΟ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟ ΒΗΜΑ ΣΟΥ

Αργά αργά, βαριά βαριά
σ’ ακούω στο σκοτάδι
το κουρασμένο βήμα σου να σέρνεται
κάθε βράδυ

Καρδιοχτυπάς, παραμιλάς
μπρος στο παράθυρο της
και με παράπονο πικρό τής τραγουδάς
το σκοπό της

Σε παίρνουν τα χαράματα
ενώ αυτή κοιμάται
Μην τυραννιέσαι άδικα και μην πονάς
δε λυπάται

Μπάμπης Μπακάλης / Κώστας Βίρβος
- με την ΑΘηναϊκή Κομπανία που ντουμπλάρει
τους ηθοποιούς της τηλεοπτικής σειράς "Το μινόρε της αυγής"

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...

Τετάρτη, Ιανουαρίου 08, 2014

234 ~ ζευγάρια, iii



Σε δυο κλαδιά του ίδιου δέντρου καρποί δεμένοι
και με κοιτάς και σε κοιτάω στα μάτια
και πάμε οι δυο και πάμε αργά χειροπιασμένοι
μα τέλειωσαν, θαρρείς, τα μονοπάτια.


Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου


[ΕΠΕΙΔΗ Ο,ΤΙ ΠΕΡΑΣΕ]

Επειδή ό,τι πέρασε
δεν πέρασε λάθος
κι επειδή ο χρόνος σου
είναι χρόνος μου
και τα χέρια σου
προέκταση του δικού μου
χεριού

δώσε ξανά
τις ακανόνιστες παύσεις
αναπνέοντας
και γράψε με το χέρι μου
αυτούς τους στίχους

διαρκείς
και διαρκώ
και η κοινή μας διάρκεια
είναι η ωραία γη
που πάνω ακουμπά η σκιά μας

με περιέχεις
και σε περιέχω

κοίλος καθρέφτης
και είδωλο κυρτό
νύχια πάνω στο σώμα της ζωής μας
μονόκερος μοναχικός
στη νοητή ευθεία της καρδιάς
κατάγεσαι απ' τ' αριστερό πλευρό μου
κατάγομαι απ' το χρώμα των ματιών σου

είσαι η ριπή του χρόνου
κι είμαι αυτός που τη μιμείται
είσαι η κραυγή η σκοτεινή
κι είμαι ο αριθμός που διαιρείται

δεκαεννιά χρόνια δε σε γνώρισα ακόμα
δεκαεννιά χρόνια και δε μ' έχεις συνηθίσει
... ... ...

Γιάννης Ευσταθιάδης
-Ποιήματα 1975-1998-



ΧΡΥΣΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ

Σε κάποιο καιρό πρέπει να ήταν ανόμοιοι,
σαν το νερό και τη φωτιά πρέπει να διέφεραν έντονα
και πρέπει να τους άρπαξαν τότε και να τους παρέδωσαν
στη λαγνεία, στην επίθεση κατά της ανομοιότητας.
Σφιχταγκαλιασμένοι ιδιοποιήθηκαν και αποστερήθηκαν ο ένας τον άλλο
για τόσο καιρό
ώστε όλ' αυτό που απόμεινε στα χέρια τους ήταν αέρας
διάφανος όταν οι κεραυνοί κάνουν φτερά.

Μια μέρα η απάντηση έφτασε πριν το ερώτημα.
Μια νύχτα μάντεψαν το βλέμμα ο ένας στα μάτια του άλλου,
από τη φύση της σιωπής, μες στο σκοτάδι.

Το γένος ξεθωριάζει, τα μυστήρια παρακμάζουν,
οι διαφορές ανταμώνουν στην ομοιότητα
όπως όλα τα χρώματα στο άσπρο.

Ποιο απ' αυτά είναι διπλό εκεί πέρα και ποιο εδώ πέρα λείπει;
Ποιο απ' αυτά γελάει με δυο χαμόγελα;
Ποιανού η φωνή ακούγεται για δίφωνη;
Ποιος γνέφει συναινώντας για δυο κεφάλια;
Ποιανού η χειρονομία υψώνει το κουταλάκι στα χείλη;
Ποιος εδώ έγδαρε ποιον;
Ποιο ζει ακόμα εδώ και ποιο έχει πεθάνει
στις γραμμές μπλεγμένο ποιας παλάμης;

Λίγο λίγο το να ατενίζεις επίμονα καταλήγει σε δίδυμα.
Η οικειότητα είναι η καλύτερη απ' τις μανάδες —
να μην ξεχωρίζει κανένα απ' τα μικρά αγγελούδια,
μόλις να θυμάται ποιο είναι ποιο.

Στη χρυσή επέτειο του γάμου τους, αυτήν την επίσημη μέρα,
ένα περιστέρι που το βλέπουν να είναι το ίδιο στάθηκε στο παράθυρο.

Wisława Szymborska
*μτφ: Βασίλης Καραβίτης
-Μια ποιητική διαδρομή-



ΤΟ ΒΓΕΝΑΚΙ

Έτσι ξαφνικά — και την ώρα που δεν το προσμένανε πια πες το θάμα — ανακαλύψανε πως πάντα είναι καιρός για την απολύτρωση που υπάρχει μέσα στο να δοθεί κανένας ολάκερος. Και σα νιώσανε την αγάπη να τους κρουτταλεί την καρδιά, καταλάβανε πως μέσα στον άνθρωπο τον ώριμο υπάρχει πάντα το παιδί. Κάθεται και περιμένει την ώρα του, να το ξυπνήσουν, να το χαϊδέψουν και να το τραγουδήσουν. Το Βγενάκι δεν έβρισκε πια αστείο τ' όνομά της στο στόμα τ' αντρός της. Ένα περιβόλι γεμάτο λουλούδια και πουλιά, γεμάτο τρεχούμενα νερά, άνοιξε μπροστά τους. Μπήκανε μέσα κρατημένοι χέρι - χέρι οι δυο μεσόκοποι και ξαναγενήκανε παιδιά.

— Γεράσαμε πια, βρε Βγενάκι, της είπε μια μέρα κείνος στ' αστεία στα σοβαρά. Γεράσαμε και γνώση δε βάλαμε, μόνο μωρουδίζουμε ακόμα.
Και γέλασε με τ' ανοιχτό του γέλιο καί της έσφιξε τα χέρια.
— Χαχ - χαχ - χα !

Το Βγενάκι τόνε κοίταξε με τα παιδιάτικα μάτια της, χάιδεψε το χέρι του με τα κοντόφαρδα δάχτυλα κ' είπε:
— Δε γεράσαμε, Πελοπίδα, κ' έννοια σου. Μόνο μαζεύαμε τόσα χρόνια αγάπη, να 'χουμε ως που να γύρουμε, και να μη μας λείψει...

Στρατής Μυριβήλης
-Το πράσινο βιβλίο-


ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΣΤΟ ΓΙΑΛΟ

Κάποτε θα γνωριστούμε τυχαία σε κάποιο σπίτι φιλικό
Θα συστηθούμε, βαθιά θα κοιταχτούμε
και θα 'μαστε κι οι δυο σταγόνες στο γιαλό

Κάποτε θα 'ρθουν καλοκαίρια, κι ύστερα το φθινόπωρο
Θ' αγαπηθούμε με τις καρδιές στα χέρια
και θα 'μαστε κι οι δυο σταγόνες στο γιαλό

Κάποτε θα μου δίνεις ένα βλέμμα, κάποτε θα σου τραγουδώ
Θα 'σαι το σώμα το αίμα θα ‘μαι 'γώ
και θα 'μαστε κι οι δυο σταγόνες στο γιαλό

Κι ύστερα τα χρόνια θα γεράσουν, κι ύστερα θα φύγουμε κι οι δυο
Θα ξεχαστούμε αιώνες θα περάσουν
και θα 'μαστε κι οι δυο σταγόνες στο γιαλό

Αλκίνοος Ιωαννίδης
- με τους Σωκράτη Μάλαμα, Χαρούλα Αλεξίου, Αλκίνοο Ιωαννίδη

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...