παρα-κείμενα

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 21, 2011

174 ~ τέλος, ii


Νίκος Αλεξίου - The End
(χθες)

Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά, τά 'δα ύστερα να μαραίνονται
και να σβήνουν,
και μ' όλο που ξέφευγα από 'να κίνδυνο, έκλαψα
γι' αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα


Τάσος Λειβαδίτης



Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΑΒΙΣΜΟΥ

Μπορούμε, τώρα, να αναρωτηθούμε πως συναντηθήκαμε
Μπορούμε, τώρα, να συλλαβίσουμε το μονοπάτι της επιστροφής
Και να πούμε: τα ακρογιάλια είναι έρημα,
τα καραβόπανα
σημάδια συντριβής.

Μπορούμε, τώρα, να σκύψουμε και να πούμε: τελειώσαμε.

Άδωνης [Αli Ahmad Said]
-Οι αναλογίες και οι αρχές-
* μτφ: Eλένη Κονδύλη-Μπασούκου


ΣΑΝ ΤΟΝ ΚΛΕΦΤΗ

Ακόμα μια φορά, την τελευταία
θα κάνω ντους μες στη δική σου την μπανιέρα
-προσεκτικά, μην πιτσιλίσω κι αποκαλυφτώ-
θα σκουπιστώ αργά αργά απ' το πεσκίρι σου
θ' αγγίξω τα ενθυμήματα που θα σου μείνουν
-τις πρίζες, τα πλακάκια, τα σταχτοδοχεία-,
θ' αγγίξω, την πιο αιμάτινη φορά, τα φερ φορζέ
τις ρωγμές των σεισμών, τις τρυπούλες των ξυλοφάγων
θα γείρω λίγο στα προικώα σου μεταξωτά σεντόνια

και στις επτά θα φύγω σαν τον κλέφτη
από το σπίτι που ως εχθές ήταν το δικό μας
με τη φράση "για πάντα" σαν έρπη στα χείλια.

Γιάννης Καρατζόγλου
-Πηγαίος κώδικας-


XΡΟΝΙΑ
"Τώρα φτάνει. Πρέπει να σηκωθώ".

Σηκωθήκαμε μαζί, και οι δύο. Δεν την είδα να ντύνεται. Βρέθηκα αμέσως όρθιος, στο παράθυρο, και κοιτούσα τη βλάστηση να χάνεται. Πίσω απ' την ομίχλη ήταν ο ήλιος, ο ήλιος που τόσες φορές είχε ζεστάνει το δωμάτιο. Και η Σίλβια ντύθηκε γρήγορα, και με ρώτησε αν θα πάρω μαζί μου τα πράγματά μου. Της είπα πως προηγουμένως θέλω να ζεστάνω τον καφέ, κι άναψα το καμινέτο.
...
Κατόπιν τράβηξα τη βαλίτσα κι έβαλα μέσα τα πράγματα. Την ίδια στιγμή, μέσα μου, προσπαθούσα να συγκεντρώσω όλες τις δυσάρεστες αναμνήσεις που είχα από τη Σίλβια - τις ευτέλειες, τις κακοκεφιές, τα οργισμένα λόγια, τις ρυτίδες. Αυτά έπαιρνα μαζί μου απ' το δωμάτιό της. Εκείνο που άφηνα ήταν μια ομίχλη.

Όταν τελείωσα, ο καφές ήταν έτοιμος. Τον ήπιαμε στο πόδι, δίπλα στο καμινέτο. Η Σίβλια κάτι είπε, ότι εκείνη τη μέρα θα περνούσε από κάποιον, να μιλήσει για κάποια υπόθεση. Λίγο αργότερα, άφησα το φλιτζάνι κι έφυγα με τη βαλίτσα. Έξω η ομίχλη κι ο ήλιος σε τύφλωναν.

Cesare Pavese
*μτφ: Ευριπίδης Γαραντούδης

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...

Κυριακή, Φεβρουαρίου 06, 2011

173 ~ οι άνεμοι, iii



Απαλός, απαλός, πολύ απαλός,
ένας άνεμος πολύ απαλός περνάει
και φεύγει, πάντα πολύ απαλός.
Και δεν ξέρω τ' είν' αυτό που σκέφτομαι,
ούτε πασχίζω να το μάθω.


Fernando Pessoα
*μτφ: Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής


ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΣΥΖΕΥΚΤΑ

Σήμερα πρωί βγήκα πολύ νωρίς,
αφού είχα ξυπνήσει ακόμα πιο νωρίς
και δεν είχα τίποτα που θα 'θελα να κάμω...

Δεν ήξερα ποιο δρόμο να πάρω,
ο άνεμος όμως φυσούσε δυνατά, σκούπιζε προς μία μεριά
και συνέχισα το δρόμο κατά κει όπου ο άνεμος με φυσούσε στην πλάτη.

Έτσ' ήταν πάντα η ζωή μου
κι έτσι θέλω να μπορεί πάντα να 'ναι.
Πηγαίνω όπου ο άνεμος με φέρνει και
δεν νιώθω να σκέφτομαι.

Alberto Caeiro [Fernando Pessoa]
μτφ: Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής
-Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα-



Η ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΗ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ

Κοιμάται εδώ στον ποταμό, κοιμάται ξεχασμένη
κοιμάται, κι ο μικρός βοριάς ζητάει να την ξυπνήσει,
μ' αυτή τον ήλιο χαίρεται βαθιά αποκοιμισμένη.

Μα πώς κοιμάται έτσι βαθιά και δεν ακούει τον άνεμο,
και δεν ακούει τον ξαφνικό μικρό βοριά της όχθης;
Μα πώς κοιμάται έτσι βαθιά - θα την χτυπήσει ο ήλιος !

Ξύπνα, μικρή, θα σε ζητούν, ξύπνα κι αποξεχάστηκες
ξύπνησε, κι ο μικρός βοριάς ζητάει να σε ξεντύσει
ξύπνα, κ εδώ που βρέθηκες ποιον θάχεις να σε ντύσει;

Αχ, το μικρό - μικρό βοριά, παιδεύει το μπλουζάκι της !
Αχ, το μικρό - μικρό βοριά, την όχθη αναστατώνει !

Μα πώς κοιμάται έτσι βαθιά - θα την σηκώσει ο άνεμος,
που όλο αναρπάει τη φούστα της κι όλο την ξεγυμνώνει !
Μα πώς κοιμάται έτσι βαθιά - θα την απογυμνώσει !

Ξύπνα, μικρή του ποταμού, ξύπνησε και σκεπάσου
ξύπνα και πάει δώδεκα, και πάει το μεσημέρι.
... ... ...

Μήτσος Λυγίζος
-The Land of Gods
-


VIII

Ο καιρός ήταν ήσυχος. Όχι ολότελα μπουνάτσα, σταθερός, τρία ή τέσσερα μπωφόρ, ό,τι καλύτερο γινόταν. Ψιλόβρεχε, έκανε ζέστη και υγρασία. Κατά τη μεριά του ανέμου τα σύννεφα θα καθάριζαν, στα δυτικά φαινόταν κιόλας μια ανάλαφρη, φωτεινή λουρίδα, κι ας ήταν ακόμα χαράματα.

Φυσούσε οστριογάρμπι και τον είχανε δευτερόπριμα, κάνανε σίγουρα πέντε μίλια πλαγιασμένοι σταθερά μέσα στη μικρή θάλασσα, μ' ελάχιστο μπόντζι και καθόλου σκαμπανέβασμα. Η Μαρία πρόσεχε την πυξίδα, στις εκατό, και διόρθωνε με το τιμόνι κάθε τόσο, παρόλο που ο Ούλαφ της είχε πει πως ήτανε σχολαστική, και μια παραλλαγή δέκα μοίρες δεν άλλαζε τίποτα στην πορεία. Ήτανε λίγη ώρα που 'χε πιάσει βάρδια, κι ήξερε πως σε λίγο θα 'ρχόταν ο Χανς. Θα 'τανε μια από τις σπάνιες στον ωκεανό καλοσύνες, που τις χαίρονταν όλοι.
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
Το μπόντζι στην καμπίνα δεν άφηνε μήτε να ξαπλώσεις στην κουκέτα, όχι να κοιμηθείς. Πάνω στο δυνάμωμα του καιρού, ο Αρμενιστής πλάγιαζε με το μικρό μοναδικό πανί με τις μαζεμένες μούδες. Μα ο άνεμος δεν ήτανε σταθερός, ενώ γονάτιζε σχεδόν το σκαρί, ξαφνικά έκοβε ολότελα ή φυσούσε από αλλού, κι ήταν κίνδυνος να τους μπατάρει το πανί και να κάμει ζημιά στα ξάρτια.
. . . . . . . . . . . . . . . . . .
- Όταν κόψει ο καιρός πρέπει να βρούμε κάποιο νησάκι ν' απαγκιάζει,να δούμε τι τρέχει με τ' άλμπουρο. Μόνο που δεν ξέρω καθόλου πού βρισκόμαστε, καθώς πηγαίναμε ξυλάρμενοι κι ο αέρας γύριζε απ' όλες τις μεριές. Πάντως, ψηλά χαμηλά, τραβούσαμε κατά τα βορινά. Τέσσερις ώρες σχεδόν. Τώρα που σιγουράρισε κάπως αρμενίζουμε γρέγο, κάρτα λεβάντε.

Νίκος Κάσδαγλης
- Η Μαρία περιηγείται τη μητρόπολη των νερών-


ΑΣ' ΤΑ ΤΑ ΜΑΛΛΑΚΙΑ ΣΟΥ

Άσ' τα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα
άσ' τα ν' ανεμίζουνε στην τρελλή νοτιά
Τώρα που τα νιάτα σου είν' ολανθισμένα
άσ' τα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα

Τη γαλάζια θάλασσα κύττα την πλατιά
κι άσ' τα ν' ανεμίζουνε στην τρελλή νοτιά


Μιχάλης Σουγιούλ / Αλέκος Σακελλάριος και Χρήστος Γιαννακόπουλος
(με τον Φώτη Πολυμέρη, αλλά και έτσι - γιατί όχι;
(έστω και με πολύ κακό ήχο...)

Ετικέτες

permalink σχoλια: 1 ...