παρα-κείμενα

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 23, 2010

170 - τραίνα, ii



Θυμήσου το μακρινό σφύριγμα του τραίνου

Tη φωτεινή αναχώρηση
Που έζησες μονάχα στ' όνειρό σου


Τάκης Βαρβιτσιώτης (σήμερα)

-Gedichte-

ΟΠΟΙΟΣ ΔΕ ΣΠΕΥΔΕΙ
ΣΤΙΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ
AΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΟΜΕΝΗ ΠΟΡΤΑ


Πόσες φορές δεν το φαντάστηκες — κατεβαίνεις απ' το τρένο
βράδυ, υγρό φθινόπωρο, οι ανάσες ήδη ορατές,
φωτεινοί κύκλοι γύρω απ' τις λάμπες του σταθμού
ιριδίζουν, πυκνότερες οι σταλαγματιές χλομού μακρινού φωτός στα χνοτισμένα παράθυρα του εφημεριδοπώλη και της καντίνας.
Οι αποσκευές σου μάλλον απλώς συμβολικές, κι αν μοιάζει το περιεχόμενο τους η σκοπιμότητα να σύναξε,
αληθινά δεν ήταν τίποτε άλλο από αυστηρότητα απέναντι στον ίδιο σου τον εαυτό:
ώστε να μη βρίσκεις απ' τις πρώτες ήδη μέρες υπεκφυγές,
δεν πήρες τάχα μαζί το αποσμητικό, πως λείπει το ψαλίδι των νυχιών
ή πως δεν έχεις αρκετά ζευγάρια κάλτσες.
Και φυσικά είσαι μόνος και κανείς δε σε περιμένει.
... ...

Sándor Tatár
*μτφ: Έλενα Νούσια
-Η κοινή μας φούγκα-



ΠΡΩΙ ΘΟΛΟ

Πρωί θολό... Μοναχή
για το τραίνο κινούσες.
Ευωδιάζει η εξοχή -
ψιλή πέφτει βροχή
στο πλεχτό που φορούσες.

Ήταν τότε που ζούσα
συντροφιά με τις Μούσες.
Ούτ' εγώ σε ποθούσα
μήτ' εσύ μ' αγαπούσες.
Μα τα πάντα μπορούσες...

Στέκει λίγο η βροχή
στο σταθμό σα φανής.
Μα δεν είναι ψυχή...
Έτσι, οι δυο μοναχοί,
δίχως άλλος κανείς...

Νευρικά περπατάς
και δειλά με κοιτάς
πάντ' αμίλητη... Πρώτα -
ω!, μη εμένα ρωτάς,
μα τα νιάτα σου ρώτα!

Ευωδιάζει η εξοχή..-
μια γλυκειά απαντοχή
και τους δυο μας τυλίγει.
Περασμένη εποχή
που για πάντα έχει φύγει!

Μα το τραίνο σιμώνει...
Σαν αθέλητα, να,
στο ίδιο πάμε βαγόνι..-
και μια μπόρα αρχινά
που όλα γύρω θαμπώνει...

Ρήγας Γκόλφης
-Ανθολογία της Νεοελληνικής Γραμματείας-



ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

Όταν ξύπνησε, το τρένο έμπαινε στο τελευταίο τούνελ. Ένα τελευταίο σφύριγμα δυναμώνει αντανακλώντας πάνω στους μαύρους τοίχους, πληγώνοντας τα αυτιά, που τα νόμιζες πια άτρωτα από οποιαδήποτε επίθεση. Κοιτάχτηκε στο παράθυρο: και το τζάμι του επέστρεψε την εικόνα του προσώπου του: «Αυτό είναι, λοιπόν, το τέλος του ταξιδιού; Ένα πρόσωπο που σμίγει με το δικό μου, που με κοιτάζει σαν να ήμουν ξένος, σαν να επιθυμούσε να με διώξει έξω από τον εαυτό μου;» Προσπάθησε να ξυπνήσει τον απέναντι συνταξιδιώτη. «Σε λίγο θα φτάσουμε!» εκείνος όμως είχε παγιδευτεί άγνωστο σε ποια περιοχή του ονείρου, και το κεφάλι του ταλαντευόταν στο ρυθμό του θορύβου των τροχών, που όλο και ελάττωναν ταχύτητα.

Ξαφνικά, το φως εισέβαλε στο κουπέ. Έβγαινε από το τούνελ -- και έμπαινε κιόλας στην άλλη πλευρά του βουνού. Το κλίμα του Νότου του επιτέθηκε μ' όλη την ορμή της επιδεικτικής του χαράς, προσφέροντας ένα τοπίο με καλλιεργημένες γωνιές και περιποιημένα σπίτια, αφήνοντας να μαντεύσει κανείς έναν τακτοποιημένο και άνετο κόσμο, όπου δε χωράνε ανησυχίες και φαντάσματα. Μετά το σκηνικό άλλαξε: βιομηχανικές εγκαταστάσεις, τοίχοι που κρύβουν λεωφόρους ταχείας κυκλοφορίας και ερημωμένες αποθήκες. Μπαίνει στο σταθμό, ενώ όλος ο κόσμος μεταφέρει τις τσάντες στο διάδρομο, στριμώχνεται στις εξόδους αφήνοντας πίσω του τις εντυπώσεις της νύχτας. Τους είδε να πηδάνε στην αποβάθρα, να αγκαλιάζουν τους ανθρώπους που τους περίμεναν, τους οποίους, συμπεραίνοντας από τις φωνές και το κλάμα, είχαν πολύ καιρό να δουν. Αυτό δεν κράτησε πολύ' και σε λίγα λεπτά άδειασε και το κουπέ και η αποβάθρα.

Ξανακοίταξε προς το παράθυρο. Η εικόνα του εξακολουθούσε να είναι εκεί, αν και το τούνελ και η νύχτα είχαν μείνει πίσω. Δίστασε να απαλλαχτεί από κείνη. Τελικά όμως βγήκε και κατευθύνθηκε προς την πόλη, μην ξέροντας πώς να δικαιολογήσει, στον ίδιο τον εαυτό του, μια τέτοια οριστική εγκατάλειψη ενός αναπόσπαστου μέρους του.

Nuno Judice
*μτφ: Μαρία Φερρέιρα
-Ο κήπος του αλφάβητου-



ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΛΑΡΙΣΑ

Το κενό τσαλάκωσα, ένα τραίνο τσάκωσα
κι έφυγα ν' αλλάξω περιβάλλον
Οι δικοί μου βρίζανε, κι οι γνωστοί νομίζανε
πως την είχα κάνει μ' έναν άλλον

Μπήκες στο βαγόνι μου, κι όπως ήμουν μόνη μου
βρήκες ευκαιρία να μ' αρέσεις
Πού το πας βρε νήπιο - μια καρδιά ερείπιο
να την ανεχτείς πώς θα μπορέσεις;

Πάμε για τη Λάρισα,
σε καταγουστάρισα, μου 'ρθε ένας νταμπλάς
Πάμε για την Λάρισα,
να σου γίνω βάσανο και κακός μπελάς

Πάμε για την Λάρισα
μη μου τη χαλάς

Ήξερες και ήξερα, κάναμε τ' ανήξερα
κι έγινε δεσμός μες στην ταχεία
Τα τοπία τρέχανε, κι οι καημοί αντέχανε
μια στιγμή να κάνουν ησυχία

Λίγο πριν την Λάρισα σου το ξεκαθάρισα
άλλο ν' αγαπάς κι άλλο να θέλεις
Μία πράξη τέλεια θέλει νομοτέλεια
που 'λεγε και ο Αριστοτέλης

Σταμάτης Κραουνάκης / Μάνος Τσιλιμίδης
(με τη Βίκυ Μοσχολιού)

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 08, 2010

169 ~ χέρια, iv



Είναι τα χέρια σου
που αγγίζουν
και αποκτάει αποτύπωμα
η επιθυμία


Γιάννης Τόλιας



ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΟΤΑΝ ΧΩΡΙΣΤΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ;

...
Οι λεπτές τρίχες στο δέρμα του χεριού σου. Ανάμεσα στα χείλη και τη γλώσσα μου. Τα δάχτυλά σου στρογγυλά. Οι κόμποι χαμένοι μες στη σάρκα.

Γλείφω τα κανάλια του αίματος. Κι ό,τι έχει μείνει να θυμίζει.

Στην παλάμη σου άλλος χάρτης κάθε μέρα. Όρη πιο άγρια. Μονοπάτια πιο πυκνά πιο πατημένα. Που περπατώ.

Έπειτα στρογγυλεύει ο αγκώνας. Φτιάχνει την κόχη όπου μπορώ να 'μαι βαμβάκι. Κι εσύ να ξεκουράζεσαι.
... ...

Αναστασία Αναστασιάδου
-Ποίηση, τχ. 27-



ΧΑΜΕΝΗ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗ

....
Μ' αφήνεις
το χέρι σου μεσ' στο δικό μου να κρατήσω;
Φίλοι απλώς είμαστε
Μα οι φίλοι, οι μόνο φίλοι,
πολλά κρατούνε
που εγώ τώρα θα χάσω:
το κάθε βλέμμα από τα μάτια σου
τα τόσο φωτεινά, τα τόσο μαύρα,
που προσπαθεί η καρδιά
να συγκρατήση'
μα κ' η φωνή σου
όταν αποζητάς
τα χιονολούλουδα,
- αν και η φωνή σου μένει
για πάντα μέσα στην ψυχή μου.

Και τώρα πια δεν Θα σου λέω
παρά ό,τι λένε οι απλοί οι φίλοι
ή μόνον κ ά τ ι περισσότερο.
Το χέρι σου, θα το κρατήσω
όσον αφήνεις και τους άλλους
να το κρατούν
ή λιγουλάκι πιο πολύ ακόμα.

Robert Browning
*μτφ: Κωνσταντίνος Τσάτσος
-Ποιήματα άλλων καιρών και άλλων τόπων-



ΤΟ ΓΑΝΤΙ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣ

Είχε καθιερωθεί ένα τελετουργικό ανάμεσα τους. Μόλις η σερβιτόρα γύριζε την πλάτη, το γάντι ξεπρόβαλλε την άκρη των δακτύλων του. Ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Θα έβγαινε από την κρυψώνα του; Δεν θα έβγαινε; Η φιλαρέσκεια ήταν η μόνη δικαιολογία γι' αυτούς τους δισταγμούς που μπορούσαν να κρατήσουν για πολύ. Μόλις όμως βρισκόταν καθισμένος στο κάθισμα, το μαγευτικό, μαύρο χεράκι, έμοιαζε να ξεχνά κάθε επιφυλακτικότητα και κάθε συστολή.

Πρόσφερε στον Πέτερ μια ολόκληρη ερωτική παράσταση. Έκανε πως παίζει πιάνο, σχεδίαζε χορευτικά βήματα όπως entrechats, jetés battus, στηριζόταν σε δύο τεντωμένα δάχτυλα και έκανε κατακόρυφο, με το μανίκι να ανεμίζει σαν την ουρά του σκίουρου. Στο τέλος, λίγο λαχανιασμένο, πήγαινε και κουλουριαζόταν πάνω στο μηρό του άντρα, στρέφοντας προς εκείνον το γατίσιο προσωπείο του, που το στοίχειωνε ένα βλέμμα φαντάσματος, μέσα από το τρίγωνο που σχημάτιζαν οι βελονιές. Κοιτούσαν ερευνητικά ο ένας τον άλλον... Στιγμές τρυφερότητας, πώς αλλιώς να τις πεις.

Ωστόσο, η παρατεταμένη αυτή ακινησία έκανε την ανυπομονησία τους για τη συνέχεια των γεγονότων να επιτείνεται ηδονικά. Στο τέλος, μην αντέχοντας άλλο, ο Μαντερλέ άρχιζε να χαϊδεύει την πλάτη, του παράξενου αυτού πλάσματος. Τότε εκείνο πηδούσε αμέσως πάνω στο μηρό του και, όπως κάνουν ορισμένες γάτες, γλιστρούσε γρήγορα κι ανάλαφρα κάτω απ' το σακάκι του. Μέσα εκεί δεν αργούσε να βρει τη θέση του, κι ήταν άγριο μαζί και τρυφερό έτσι όπως κουλουριαζόταν πάνω στο στήθος του άντρα, με τη ζέστη του κορμιού του να γίνεται ένα με τη δική του. Ο Πέτερ δεν μπορούσε να αντισταθεί για πολύ, ή μάλλον, το χέρι του Πέτερ, που, από τότε που δεν φορούσε πια βέρα, φαινόταν να απολαμβάνει μια ολοένα και μεγαλύτερη αυτονομία και να τρέχει από μόνο του στο ερωτικό αυτό ραντεβού! Γιατί τη συνάντηση που είχε με το γάντι κάτω από το σακάκι μόνο ερωτική μπορούσες να την πεις. Και από τις πιο φλογερές.

Πλεγμένα δάκτυλα που αγκαλιάζονταν σφιχτά. Λαχανιασμένο παιχνίδι με τις παλάμες, άγριο άγγιγμα παντού, χειροφίλημα στην απόλυτη μορφή του. Κι όσο επιμελώς είχε αναβληθεί αυτή η πρώτη τους επαφή τόσο πιο φλογερή γινόταν στη συνέχεια. Ύστερα από μια στιγμή ανάπαυλας, όσο χρειάζεται για να πάρει κανείς ανάσα, να ξαπλώσει νωχελικά πάνω στη φόδρα, επιδέξια χάδια άναβαν καινούργιες φωτιές, μέσα από ανάλαφρα αγγίγματα που οδηγούσαν ως την έκσταση. Ψηλαφούσαν ο ένας τον άλλον με τα ακροδάκτυλα, μισολιπόθυμοι, εναλλάσσοντας αγγίγματα των δακτύλων, γαργαλήματα, αναστεναγμούς και εκμυστηρεύσεις, από τον αντίχειρα μέχρι το μικρό δάχτυλο. Ύστερα η σάρκα παραμέριζε, παραχωρώντας τη θέση της στην τρυφερότητα και τον ρεμβασμό...

Jean Muno
*μτφ: από φοιτητές Διαπανεπιστημιακού προγράμματος
μεταπτυχιακών σπουδών "Μετάφραση-Μεταφρασεολογία" του
Πανεπιστημίου Αθηνών
-το κλειδί των ονείρων, ανθολογία βελγικού
γαλλόφωνου διηγήματος-



ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΠΟΥ Σ' ΑΓΑΠΩ

Να είχα χέρια τέσσερα
διπλά να σ' αγκαλιάζω
για να 'μαι η πρώτη αμαρτωλή
που πλάι σου θ' αγιάζω.

Σπύρος Παπαβασιλείου / Τάσος Οικονόμου
(με την Βίκυ Μοσχολιού)

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...