παρα-κείμενα

Τρίτη, Φεβρουαρίου 24, 2009

125 ~ γυναίκες, ii



Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία
παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία


Νίκος Καββαδίας



Ο ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΧΡΟΝΟΣ

Σκοτεινά νερά οι γυναίκες
Τα γέλια τους αστραπές στα τζάμια, άλλες πάλι
να σηκώνονται απ' τ' άγρια μεσάνυχτα
Να γυρνάνε τα λόγια τους γύρω απ' το στόμα
με μια στρυφνή επιδεξιότητα
Να τ' απιθώνουν επάνω στα πράγματα
Να τα στριφογυρίζουν έπειτα να τα γυαλίζουν
Κάνοντας τα ασήμαντα Κενά κομμάτια ζωής
...

Ζέφη Δαράκη
-η λέξη, τ.183-



ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΥΧΤΟΦΥΛΑΚΑ

Ο Μπαρνς είχε δίκιο... Αλλά εγώ έχω πειστεί
πως δεν μπορούμε να φανταστούμε
καμιά γυναίκα
διαβάζοντας ένα βιβλίο, κι ακόμα λιγότερο
απ' την πραγματικότητα
Υπάρχει. Και μόνο χάρη σ' αυτή
υπάρχουν κι οι άντρες, πολύ συχνά σαν δολοφόνοι
που μερικές φορές μοιράζονται βασιλικά
το διαμαντένιο στέμμα του μυστηρίου της.

Vladimir Holan
*μτφ: Βασίλης Καραβίτης
-Συγκομιδή-



ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ

Αφροδίτη, Ιστάρ, Ίσιδα, Κυβέλη, το σώμα σου έχει το άρωμα των υπερώριμων καρπών. Χορτασμένη από θαμβωτικά σμιξίματα, χαμογελάς πέρα από τον χρόνο, το αίμα, το σώμα, τα σύνορα, τα ταμπού. Βαμμένη, φτιασιδωμένη, θαμβωτική, στεγνώνουν επάνω στο δέρμα σου τα ίχνη του ιριδίζοντος πόθου του Άδωνη, του Ταμμούζ, του Όσιρι.
Φορώντας μια μάσκα μαινάδας δραπετεύω προς το αβέβαιο του ορίζοντα και Σε συναντώ εκεί που ο ουρανός σμίγει με την πύρινη τρυφεράδα της γης.
Γύρω μου κατακάθιζε η σκουριά των οξειδωμένων από τον χρόνο βράχων κι εγώ, μια δραπέτις των δασών, Σε είδα Ορεία Μήτηρ, Πότνια των Θηρών, να μου χαμογελάς καθώς με τα χέρια μου βαμμένα στο αίμα βυθιζόμουν στα σύνορα των καιρών.
Η μνήμη είναι μια καμπύλη. Οι τόποι κι οι εποχές που ζήσαμε κι αγαπήσαμε ξαναζούν μέσα μας. Κολυμπούν τ' αρχετυπικά όνειρα εκεί στις μυστικές γωνιές του παλιού καθρέφτη της ψυχής μας, κι εμείς σε μια στιγμή ονείρου ανασύρουμε ασυνείδητα το μυστήριο της γνώσης μέσα από τα θραύσματα του παρελθόντος.

Ελευθερία Αναγνωστάκη Τζαβάρα
-Οδός Πανός, 83/84-


ΓΥΝΑΙΚΑ

Τυφλοί προφήτες σε είχανε φωτιά μεσ' στο σκοτάδι
για σένα κολαστήκανε σοφοί και ασκητές
Στο στήθος τους σε χάραξαν παράδεισου σημάδι
και σου μιλούσανε κρυφά Άραβες πειρατές

Στην Αίγυπτο σου στρώσανε στα πόδια σου τον Νείλο
σου είπαν λόγια που θεοί μονάχα τα ακούν
Οι Φοίνικες σε λάτρεψαν σε πέτρα και σε ξύλο
κι από μακριά σου φέρανε κοράλλια που μιλούν

Κάποιοι σε είπανε ζωή, Ιερουσαλήμ και Μέκκα
κι άλλοι σε είπαν θάνατο κι εγώ απλά γυναίκα


Βάσος Αργυρίδης / Μπάμπης Αναγιωτός
(με τον Κώστα Μακεδόνα)

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 11, 2009

124 - χέρια, ii



Χέρια άδεια σα λυμένα μαλλιά
Δικά σου
Ορθωμένα σαν προαιώνια θλίψη μες στο άφεγγο ψύχος
Που περιμένουν το τίποτα
Την αυγή ή τη νύχτα τόσα χρόνια

Αλέξης Τραϊανός


ΑΡΚΕΤΑ
...
Ναι αρκετό - ένα χέρι είναι αρκετό καθώς
ανακατεύει τον καφέ ή
αποτραβιέται μετά από μια γνωριμία,
αρκετό για να ξεχάσουμε αυτόν τον τόπο,
την ασφυκτική γραμμή των παραθύρων,
κι επιστρέφοντας τη νύχτα στο δωμάτιό μας,
να δεχτούμε το απαράδεκτο.

Janos Pilinszky
-Συγκομιδή-
μτφ: Βασίλης Καραβίτης



ΤΑ ΧΕΡΙΑ

Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι σ' ένα μεγάλον ίσκιο
το χρώμα της αυγής το αισθάνομαι στα δάχτυλά σου.
Ξέχασε το ψέμα που σε βοήθησε να ζήσεις
γύμνωσε τα πόδια σου, γύμνωσε τα μάτια σου,
μας μένουν λίγα πράγματα όταν γυμνωθούμε
αλλά τα βλέπουμε στο τέλος πιστά.
Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι πάντα σ' ένα μονοπάτι,
τ' αυλάκια χαλασμένα δεξιά κι αριστερά, στην άκρη
το σπίτι με γυαλιά που το χτυπάει ο ήλιος, άδειο.
Σκέφτηκα τα δάχτυλά σου να χτυπούν τα τζάμια
σκέφτηκα την καρδιά σου να χτυπά πίσω απ' τα τζάμια
και πόσο λίγα πράγματα xωρίζουν έναν άνθρωπο
που δεν τα ξεπερνά.
Δεν ξέρεις τίποτα γιατί κοίταξες τον ήλιο.
Το αίμα σου στάλαξε στα μαύρα φύλλα της δάφνης
τ' αηδόνι, περασμένες νύχτες, μάρμαρα στο φεγγάρι
και στο ποτάμι το 'συρα κι έβαψε το ποτάμι.
Συλλογίζομαι, όταν συλλογίζομαι, συλλογίζομαι
τις φλέβες μου και το μυστήριο των χεριών σου που οδηγούν
κατεβαίνοντας προσεxτικά σκαλοπάτι το σκαλοπάτι.
Τα μάτια αν κλείσω βρίσκομαι σ' έναν μεγάλο κήπο.

Γιώργος Σεφέρης


ΕΛΕΓΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΧΕΡΙΑ

Περπατούσε με τα χέρια στις τσέπες, και με σφιγμένες τις γροθιές. Τα χέρια της ήταν πάντα κρύα — κάτι χέρια παγωμένα. Μου 'λεγε: «Κοίτα, κατόρθωσα να τα ζεστάνω μόνο με την επαφή άλλων χεριών, που τα έσφιγγαν σφιχτά».

Αναθυμόταν τα δάχτυλά της κόντρα στα άλλα δάχτυλα, τον τρόπο που συμπλέκονταν, τη χλιαρή και γλυκιά επαφή κάποιου άλλου πολύ λεπτού δέρματος. Μερικές φορές κοιτούσε τα χέρια της, χέρια μεγάλα, ενήλικου. Είχαν μεγαλώσει πολύ βιαστικά, ξέχασαν στο πέρασμα του χρόνου το περίγραμμα και το μέγεθος εκείνων των άλλων χεριών, που τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα έψαχνε ακόμη στα δικά της. Στις τσέπες του παλτού, τα δάχτυλα της χάιδευαν τα μέρη εκείνα του χεριού όπου εκείνη η άλλη επαφή είχε αποτυπωθεί πριν από πολύ καιρό — κάτι Κυριακάτικα απογεύματα, κοντά στα φουγάρα των πλοίων με τον καπνό σύρριζα στον τοίχο.

Κάρμε Ριέρα
-Μάρτυρές μου οι γλάροι-
*μτφ: Μαρία Χοσέ Λούμπετ και Αλίκη Αλεξανδρή


ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΜΙΣΑΝΟΙΞΕ

Τα χέρια του μισάνοιξε
όλη τη γη να πιάσει
και όταν τα ξανάκλεισε
με είχε αγκαλιάσει

Σηκώθηκε απ' την θέση του
στον ήλιο να μιλήσει
και όταν ξανακάθησε
τον είχα αγαπήσει

Μίμης Πλέσσας / Λευτέρης Παπαδόπουλος
(με την Ρένα Κουμιώτη)
-η φωτογραφία όπως εδώ.

Ετικέτες

permalink σχoλια: 3 ...