παρα-κείμενα
Πέμπτη, Οκτωβρίου 24, 2013
229 ~ καράβια, iii




Τα χάρτινα καράβια μας,
παιδί, τα 'χω ετοιμάσει
γουστόζικα, σαν πως τα θες
Σωτήρης Σκίπης

"OCEANIA"
II
Ένα πρωί μου, τότε,
πέρασαν τρία χρόνια,
ένα πρωί μου ανοίγοντας το στόρι
προς τη μεγάλη θάλασσα
και τα οραματικά μου κυανά,
είδα ένα ωκεάνιο βαπόρι
σαν βασιλεύς των θαλασσών ν' αργοπερνά
και πίσω του, πουλιά παντοτινά,
οι γλάροι οι ποντοπόροι
κύκλους νοσταλγικούς, παραβολές,
υπερβολές κι ελλείψεις να χαράζουν
-υπερβολές κι ελλείψεις!-
σε σταθερήν απόσταση απ' το γίγαντα
σαν να τους μαγνήτιζαν τα κύματα...
Το πλοίο τ' ωκεάνιο κατάντησε ονειρόπλοιο...
Κατάντησε ονειρόπλοιο το πλοίο
κι έγινε στίχος, σύνθεσις.
Ταξίδεψε, ταξίδεψε
τη λίγη του πραγματικού
και μετρημένη θάλασσα
και κάπου, αφού συνάντησε
τις στήλες τις Ηράκλειες,
τις πέρασεν, ολίσθησε
και πήρε πια κατεύθυνση
την αιωνία ευθεία
στην αιωνία θάλασσα,
στο Μέγα Ωκεανό της Φαντασίας...
... ... ...
Αλέξανδρος Μπάρας
Αλέξανδρος Μπάρας, μια παρουσίαση από τον Γιώργο Βέη-

ΚΑΡΑΒΙ
Χρόνια επάνω στο παράξενο καράβι
Που με φέρνει μέσ' απ' τις πιο άγονες χώρες
Τα πρόσωπα είναι ταραγμένα, τα λόγια χωρίς ηχώ,
Η αϋπνία μάς διαπερνάει, τεράστια και πράσινη η καταιγίδα,
Χρόνια είχα αμφιβολίες για τα μέσα μου
Ήμουν βέβαιος για την ανηθικότητα της δυστυχίας,
Έχασα το κανάλι ή το κατώφλι αυτού του κόσμου
Γλιστρώ σαν μέσα από ένα μάτι κλειστό,
Χρόνια η χώρα που διασχίζουμε πεθαίνει
Κι ο θηριώδης κυβερνήτης μένει οδηγός
Χρόνια κι ενάντια σε κάθε ελπίδα ελπίζω
Ένα λιμάνι' κι ήξερα ότι έξω η νύχτα μου
Με το μοναδικό αστέρι χρειάζεται οδύνη
Ενέργεια και σκίρτημα πικρής σάρκας.
Pierre Jean Jouve
*μτφ: Θανάσης Χατζόπουλος

Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ
Πήρε τις αποφάσεις της, γαλήνεψε. Σήκωσε' το κεφάλι, κοίταξε γύρω της• κι είδε πως χωρίς να το καλατάβη είχε φτάσει στον ποταμό, στο λιμάνι. Περπάτησε στο μάκρος του ντόκου, κοιτώντας τα βαπόρια που ησύχαζαν, ύστερ' απ' τη δουλειά τής μέρας. Ο ήλιος είχε βασιλέψει πέρα, πίσω απ' τον ποταμό, στα νερά του ωκεανού. Πορφυρός ήταν ο δυσμικός ορίζοντας• κι απάνωθέ του ο ουρανός πρασινωπός. Στάθηκε μια στιγμή ν' ανασάνη το αποσπερνό αγιάζι, που ερχόταν απ' τη μεριά της θάλασσας. Κι είδε ένα βαπόρι που ανάπλεγε το ρέμα του ποταμού. Ένα μεγάλο μαύρο βαπόρι, βαρυφορτωμένο και χαμηλό πάνω στο νερό. Προχωρούσε προς το αγκυροβόλι του με σιγανή μεγαλοπρέπεια, λες κι ήταν κουρασμένο ύστερ' από μακρύ θαλασσοπάλεμα.
Απόμεινε εκεί, να το κοιτάη. Με αγκομαχητά της πορπέλας και τριξίματα των κάβων το καράβι πλεύρισε, αγάλι αγάλι, στο μάκρος του χαμηλού ντόκου. Η τσιμινιέρα του ήταν κίτρινη, μ' ένα γαλάζιο αστέρι στη μέση. Στην πρύμη δεν είχε ισαρισμένη παντιέρα.
Τα μάτια της έπεσαν στη μεριά της πρύμης, όπου ήταν γραμμένο τ' όνομα του βαποριού: ΧΙΜΑΙΡΑ. «Παράξενο όνομα. Ξιμαιπά, Ξιμαιπά! Ποιανής βάρβαρης γλώσσας να είναι αυτή η κακόηχη λέξη: Ξιμαιπά.»
Μ. Καραγάτσης

ΚΑΡΑΒΙ ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΞΕΝΗ
Καράβι με σημαία ξένη
που πας ταξίδι μακρινό
αγάπη πια δε με προσμένει
το σπίτι άδειο κι ορφανό
Αγάπη πια δε με προσμένει
μαζί σου πάρε με, να μην πονώ
Μπουένος Άιρες, Νέα Υόρκη,
Βομβάη, Τόκιο, και Μπαρμπαριά
ψεύτικα όνειρα, ψεύτικοι όρκοι
αχ να τα ξέχναγα εκεί μακριά
Γρηγόρης Μπιθικώτσης / Κώστας Βίρβος
- με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση
Ετικέτες καράβια
Τετάρτη, Οκτωβρίου 09, 2013
228 ~ όνειρα, v
Γιάννης Ευσταθιάδης
*μτφ: Κάρολος Τσίζεκ
-Η γλυκειά συμφορά της ποίησης-
Είδα στον ύπνο μου εχθές
μακριά να λάμπουν δυο ζωές
- καμμιά δικιά μου
Η μια δεν ήταν κανενός
την άλλη κράταγε ο καιρός
στα όνειρά μου
Είδα στον ύπνο μου εχθές
να πολεμάνε δυο αστραπές
με την καρδιά μου
Τον κόσμο η νύχτα είχε παντού
κι εκεί στη μέση τ' ουρανού
σε είδα μπροστά μου
Πόσο κρατάει ένα όνειρο;
Όσο αντέχει η καρδιά
να μένει κι ας χορεύει
με το σκοτάδι αγκαλιά
Να μένει κι ας μη βλέπει
ούτε ένα φως απ' τη στεριά
Πόσο κρατάει ένα όνειρο;
Είδα στον ύπνο μου εχθές
να με κρατάνε δυο ζωές
- καμμιά δικιά μου
Η μια το χρόνο είχε αρνηθεί
η άλλη την επιστροφή
στην μοναξιά μου
Στέφανος Κορκολής / Παρασκευάς Καρασούλος
- με τον Γιώργο Νταλάρα
Ετικέτες όνειρα