παρα-κείμενα

Σάββατο, Φεβρουαρίου 22, 2014

237 ~ διάλογοι, iii




ΜΙΚΡΗ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
5

«Ήρθες απόψε; Δεν σε βλέπω - »
«Πλάι σου είμαι και σε σκέπω,

πλασμένη απ' όλες τις αγάπες
που πίστεψες - όπως μου τα 'πες'

δεν έχεις λόγο να φοβάσαι».
«Κι όμως φοβάμαι' ξέρω, θα 'σαι

ίσκιος χαράς για μένα πάντα,
σαν αεράκι στη βεράντα

τα καλοκαίρια σαν δροσιά - »
«Η τελευταία μοιρασιά

του κόσμου θα με βρει μαζί σου,
φως απ' το φόβο σου - κοιμήσου'

κρυφά μιλούν με τον αέρα
τα φύλλα κι έφεξε η μέρα».

Διονύσης Καψάλης
-Ποίηση, τχ. 22-


ΜΑΡΙΟΝΕΤΕΣ ΣΕ ΔΙΑΛΟΓΟ

- Γιατί βασιλοπούλα μου,
μ' αφήνετε απ' το κρύο να πεθάνω;
O βασιλιάς κοιμάται, θα μπορούσα,
σχεδόν, ένα τραγούδι να σας πω,
τι δε θα μ' άκουγε! Αχ, δεχθήτε ν' ανεβώ
επάνω στο μπαλκόνι!
- Είναι, καλέ μου φίλε, από χαρτόνι,
το λέω και πάλι,
δε θ' άντεχε το βάρος μας! Θέλετε να πεθάνω
χωρίς κεφάλι;
- Μικρή βασιλοπούλα μου, αχ λύστε τα μακριά
και χρυσαφένια σας μαλλιά!
- Δε βλέπετε, ποιητή
πως είναι τα μαλλιά μου από στουπί;
- Αχ, με συγχωρείτε!
- Σας συγχωρώ.
- Έτσι;
- Έτσι...;
- Δε θέλετε ούτε λέξη να μου πείτε,
θα πεθάνω...
-Μα τι λέτε; μόνο γι αυτόν
το λόγο;
- Με ειρωνεύεστε... αντίο λοιπόν!
- Νομίζετε;
- Αχ, οφείλω
να σας ρωτήσω μήπως νοσταλγείτε
την τελευταία μας συνάντηση στο χαρτονένιο δάσος.
- Εγώ δεν τη θυμάμαι,
αγάπη μου γλυκιά... Σταθήτε...
Φεύγετε... Για πάντα; Αχ πόσο
να κλάψω ήθελα. Μα τι μπορώ να κάνω
που είναι η καρδούλα μου
από ξύλο;

Sergio Corazzini
*μτφ: Κάρολος Τσίζεκ - Μαρία Καραγιάννη
-Ο σαλτιμπάγκος της ψυχής μου-


ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας άντρας και μια γυναίκα. Είπε ο άντρας στη γυναίκα: «Μα γιατί είσαι ερωτευμένη μαζί μου; Είναι βλακεία αυτό που κάνεις». Η γυναίκα τού απάντησε τότε: «Ναι, μπορεί και να 'ναι βλακεία, εσύ όμως που είσαι έξυπνος τι έχεις να φοβηθείς από μια βλακεία;». Ο άνδρας τότε θύμωσε: «Δεν φοβάμαι καθόλου. Απλώς δεν θέλω να μ' αγαπάνε. Μου δίνει στα νεύρα». «Παράξενο», ανταπάντησε η γυναίκα, «εγώ που αγαπώ νιώθω λιγότερο βάρος από σένα που δεν αγαπάς. Εγώ, που υφίσταμαι αυτό το κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω, νιώθω, παρ' όλα αυτά, λιγότερο θύμα από σένα που αντιδράς αρνούμενος ακόμα και την ύπαρξή του».

Sibilla Aleramo
απόδοση: Θάνος Φωσκαρίνης
-Το Δέντρο, τχ. 189/190-


ΔΙΔΥΜΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ

- Έτσι, για να πω πως σε κέρδισα
θα 'θελα μια φορά να σε πληγώσω
εσύ να μου ζητάς όσα σου στέρησα
και εγώ να μην μπορώ να σου τα δώσω

- Ωραία που τα λες, μα έλα που σε ξέρω
τα λόγια σου σαν μάγισσα τα ξόρκισα
και άσε τις απειλές πως δήθεν θα υποφέρω
και να σκεφτείς ότι σαν σήμερα σε γνώρισα

- Έτσι για να πω πως σε κέρδισα
θα 'θελα μια φορά να σε πληγώσω
εσύ να τρέχεις πίσω μου σαν μέλισσα
και εγώ να κάνω τον αδιάφορο καμπόσο

- Ωραία που τα λες, μα έλα που σε ξέρω
με ένα φιλί μου θα σ’ αλλάξω την τροχιά
κι όταν θα σκέφτεσαι το πώς θα υποφέρω
καινούργιο πόθο θα σ’ ανάβω στην καρδιά

Μάριος Τόκας / Κώστας Φασουλάς
- με τον Δημήτρη Μητροπάνο και την Αλέκα Κανελλίδου

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 07, 2014

236 ~ αναμνήσεις, iv


Μη λογαριάζεις παραπάνω,
μην αντιστέκεσαι
με τη θύμηση των περασμένων'
κάλεσε μόνο, για το δρόμο της ψυχής σου,
το πρωινό, δεκάξη χρονώ σαν ήσουν
στο νησί σου ένα καλοκαίρι

Δ. Αντωνίου

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ

Τι είναι αυτό
που θυμάμαι
από σένα;
Σε ποια θερμοκρασία;
Με ποιο ρούχο;
Ποια μέρα;
Σε ποια κίνηση;
Ή ακίνητη;
Σε ποια στάση;
Σε ποιο δωμάτιο;
Με τι χτένισμα;
Με τι καιρό;
Με πόσο φως;
Με πόσο σκοτάδι;
Με ήχο τι;
Με συνοδεία;
Μόνη;
Στη σκάλα;
Στο δρόμο;
Φθινόπωρο;
Νέα;
Ώριμη;
Καπνίστρια;
Μη καπνίστρια;
Ονειροπόλα;
Λυπημένη;
Τα μάτια;
Τα χέρια;
Ένα στίχο;
Το κοινότοπο;
Το εξαιρετικό;

σε θυμάμαι
με τρόπο παρατατικό
σε θυμάμαι
συλλαβιστά με μιαν ανάσα
σε θυμάμαι
όχι σαν πρόσωπο
όχι περίγραμμα όχι σαν σχήμα

σε θυμάμαι σαν ανάμνηση

σαν αισθητικό γεγονός

Γιάννης Ευσταθιάδης
-Άρση βαρών-

ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Οι αναμνήσεις, αυτές οι μακρόσυρτες σκιές
του εφήμερου κορμιού μας,
αυτά τα κατάλοιπα θανάτου
που αφήνουμε ζώντας,
οι αλγεινές αναμνήσεις που δε σβήνουν,
να που ήδη προβάλλουν:
βουβά και μελαγχολικά
φαντάσματα μ' έναν πένθιμο άνεμο μα τα σείει.
Κι εσύ δεν είσαι πια παρά μια ανάμνηση.
Στη μνήμη μου για πάντα έχεις περάσει.
Τώρα ναι, γίνεται να πω
ότι μού ανήκεις
και ότι κάτι συνέβη μεταξύ μας
αμετάκλητα.
Τέλειωσαν όλα τόσο γρήγορα!
Ταχύτατος και ανάλαφρος
μας πρόλαβε ο χρόνος.
Με φευγαλέες στιγμές έπλεξε μια ιστορία
που έκλεισε κι ήταν τόσο θλιβερή.
Έπρεπε να το ξέρουμε ότι ο έρωτας
καίει τη ζωή, φτερά βάζει στον χρόνο.

Vincenzo Cardarelli
*μτφ: Κάρολος Τσίζεκ - Μαρία Καραγιάννη
-Ο σαλτιμπάγκος της ψυχής μου-

[ΣΕΛΙΔΕΣ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ]
17 Ιανουαρίου '93

Συχνά σκέπτομαι πως από την τελευταία μου σχέση που τέλειωσε οι μόνες σχεδόν αναμνήσεις που έχω είναι οι ίδιες μου οι ονειροπολήσεις. Θυμάμαι τη γωνιά του δρόμου όπου είχα σκεφτεί ότι θα ήταν δυνατόν να συναντηθούμε. Θυμάμαι ότι θα είχαμε κοιταχτεί στα μάτια. Άπειρες φορές η ίδια σκηνή. Η πραγματικότητα των ονειροπολήσεών μου.

Αν και όχι ότι όλ' αυτά σημαίνουν τίποτα πια.

Νανά Ησαΐα
-Οδός Πανός, τχ. 67-68

ΠΟΤΕ ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ

Ποτέ μην κλαις για κάτι που περνά
αν τα λουλούδια πεθαίνουν το άρωμα μένει
Ποτέ μην κλαις για αγάπη που δε ζει
η θύμησή της βαθιά στην καρδιά πάντα ζει

Ποτέ μην κλαις για κάτι που περνά
Μέσ' στην ψυχή μας οι λύπες ανάμνηση μένουν

Τάκης Μωράκης / Κώστας Κοφινιώτης
- με τον Γιώργο Νταλάρα και με με το Τρίο Κιτάρα στην πρώτη εκτέλεση

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...

Πέμπτη, Ιανουαρίου 23, 2014

235 ~ βήματα, ii



Τα ίχνη των βημάτων της ασπάζομαι και κλαίω,
εγγίζω ό,τι έγγισε, και την πνοήν της πνέω

Παναγιώτης Σούτσος


ΕΞΙΛΑΣΜΟΣ

Αν άκουσα τα βήματα σου είναι γιατί περπάτησα στα ίχνη τους
Μέχρι τότε νήπιες οι σκέψεις μου και φωσφορίζουσες οι λέξεις έγδυναν την ψυχή μου παντέρημη Γύριζε τους δρόμους του ο ήλιος
Έφευγε το πρωινό αστέρι έντρομο

Έμφοβες καραδοκούσαν οι σειρήνες στα βράχια τους
Δεν έβλεπαν δεν τραγουδούσαν
Στο χώμα δεν πατούσαν και τις μισούσε η θάλασσα
Τόσο μακριά τις έσερνε το κύμα

Κατάξερα τα χείλη τους απ' την αρμύρα
Τα σώματά τους μέσα στο φως
Να τα ασπρίζει σαν των νεκρών τα σώματα
Ν' αφήνει πάνω τους σημάδια και βογγητά
Κατάρες καί ευχές που ήταν σαν κατάρες
Λόγια ακατοίκητα κι ερημωμένα

Εγώ δεν άκουγα πάρεξ φωνές στον ύπνο μου
Μισές φωνές και λέξεις κεντημένες πάνω σε πρωινά σεντόνια

Μέχρι που άκουσα τα βήματά σου
Τότε που πρωτοπάτησα στα ίχνη τους

Στέφανος Ροζάνης
-σημειώσεις, τχ.56-


ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ

Τα βήματά σου, τέκνα της σιωπής μου,
σαν από θεία χάρη, αργά βαλμένα,
προς το κρεβάτι της αγρύπνιας της δικής μου,
άφωνα προχωρούν και παγωμένα.

Πρόσωπο αγνό, ίσκιε θείε, τι θαυμαστά
τα βήματά σου τα συγκρατημένα!
Θεοί, όλα τα δώρα που μαντεύω, αυτά
τα γυμνά πόδια φέρνουνε σε μένα!

Αν, με τα χείλη σου που τα προτείνεις,
προετοιμάζεις για να γαληνέψεις
τον κάτοικο της ιδικής μου σκέψης
με την τροφήν ενός φιλιού που δίνεις,

μη βιάζεις το έργο αυτό το τρυφερό,
γλυκά τού αν είσαι ή όχι εσύ κοντά μου,
γιατί έζησα για να σε καρτερώ
κι ήταν τα βήματά σου ή καρδιά μου.

Paul Valéry
*μτφ: Μήτσος Παπανικολάου


ΟΙ ΓΟΡΓΟΝΕΣ

Κι όλο αφουγκραζότανε τις νύχτες από το κρεβάτι της, εκεί κοντά στο παράθυρο της αυλής. Άνοιγε τα μάτια κ' έβλεπε έξω, ψηλά, τον κεντημένο ουρανό με τ' άστρα του, να της γνέφουν ανάμεσα από τ' άσπρο σύννεφο της ανθισμένης ακακίας. Περνούσαν απ' έξω οι διαβάτες ανάρια - ανάρια. Άλλοι βιαστικοί, άλλοι με το τέμπο τους. Λογής - λογής πατήματα. Άλλα χορευτικά και άλλα κουρασμένα,
Βιαστικά, συλλογισμένα, ανήμπορα ή χαρούμενα, που τρέχανε να προφτάσουν το ξεφάντωμα. Κοντεύανε, προσπερνούσανε την πόρτα, και πάλι αλαργέβανε σιγά - σιγά και σβηούντανε στα μάκρη του σοκακιού. Η μυρουδιά από την ακακία γιόμιζε την ανοιξιάτικη νύχτα, γιόμιζε και το σπίτι, παχιά και μεθυστικιά. Γλυκιά μυρουδιά, που την ένιωθε ως και στη γλώσσα κι αναστέναζε. Ύστερα μαδούσανε τα λουλούδια της ακακίας, χειμώνας ερχότανε, χιόνια γιόμιζε το σοκάκι. Και πάλι τα πατήματα όλο κι ακουγόντανε στα κούφια. Όλο και προσπερνούσανε, και κείνη όλο κι αφουγκραζότανε, ν' ακούσει τα βήματα που θα κοντοσταθούνε στην πόρτα της, που θα σταματήσουνε στην πόρτα της, ν' ακούσει τον κρίκελλα να βροντήξει, ν' αντιβουίξει η αυλή, ν' αντιβουίξει κ' η καρδούλα της, να πεταχτεί να φωνάξει «τώρα !», να κατέβει τέσσερα - τέσσερα τα σκαλιά ν' ανοίξει.

Στρατής Μυριβήλης
-Το πράσινο βιβλίο-


ΤΟ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟ ΒΗΜΑ ΣΟΥ

Αργά αργά, βαριά βαριά
σ’ ακούω στο σκοτάδι
το κουρασμένο βήμα σου να σέρνεται
κάθε βράδυ

Καρδιοχτυπάς, παραμιλάς
μπρος στο παράθυρο της
και με παράπονο πικρό τής τραγουδάς
το σκοπό της

Σε παίρνουν τα χαράματα
ενώ αυτή κοιμάται
Μην τυραννιέσαι άδικα και μην πονάς
δε λυπάται

Μπάμπης Μπακάλης / Κώστας Βίρβος
- με την ΑΘηναϊκή Κομπανία που ντουμπλάρει
τους ηθοποιούς της τηλεοπτικής σειράς "Το μινόρε της αυγής"

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...

Τετάρτη, Ιανουαρίου 08, 2014

234 ~ ζευγάρια, iii



Σε δυο κλαδιά του ίδιου δέντρου καρποί δεμένοι
και με κοιτάς και σε κοιτάω στα μάτια
και πάμε οι δυο και πάμε αργά χειροπιασμένοι
μα τέλειωσαν, θαρρείς, τα μονοπάτια.


Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου


[ΕΠΕΙΔΗ Ο,ΤΙ ΠΕΡΑΣΕ]

Επειδή ό,τι πέρασε
δεν πέρασε λάθος
κι επειδή ο χρόνος σου
είναι χρόνος μου
και τα χέρια σου
προέκταση του δικού μου
χεριού

δώσε ξανά
τις ακανόνιστες παύσεις
αναπνέοντας
και γράψε με το χέρι μου
αυτούς τους στίχους

διαρκείς
και διαρκώ
και η κοινή μας διάρκεια
είναι η ωραία γη
που πάνω ακουμπά η σκιά μας

με περιέχεις
και σε περιέχω

κοίλος καθρέφτης
και είδωλο κυρτό
νύχια πάνω στο σώμα της ζωής μας
μονόκερος μοναχικός
στη νοητή ευθεία της καρδιάς
κατάγεσαι απ' τ' αριστερό πλευρό μου
κατάγομαι απ' το χρώμα των ματιών σου

είσαι η ριπή του χρόνου
κι είμαι αυτός που τη μιμείται
είσαι η κραυγή η σκοτεινή
κι είμαι ο αριθμός που διαιρείται

δεκαεννιά χρόνια δε σε γνώρισα ακόμα
δεκαεννιά χρόνια και δε μ' έχεις συνηθίσει
... ... ...

Γιάννης Ευσταθιάδης
-Ποιήματα 1975-1998-



ΧΡΥΣΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ

Σε κάποιο καιρό πρέπει να ήταν ανόμοιοι,
σαν το νερό και τη φωτιά πρέπει να διέφεραν έντονα
και πρέπει να τους άρπαξαν τότε και να τους παρέδωσαν
στη λαγνεία, στην επίθεση κατά της ανομοιότητας.
Σφιχταγκαλιασμένοι ιδιοποιήθηκαν και αποστερήθηκαν ο ένας τον άλλο
για τόσο καιρό
ώστε όλ' αυτό που απόμεινε στα χέρια τους ήταν αέρας
διάφανος όταν οι κεραυνοί κάνουν φτερά.

Μια μέρα η απάντηση έφτασε πριν το ερώτημα.
Μια νύχτα μάντεψαν το βλέμμα ο ένας στα μάτια του άλλου,
από τη φύση της σιωπής, μες στο σκοτάδι.

Το γένος ξεθωριάζει, τα μυστήρια παρακμάζουν,
οι διαφορές ανταμώνουν στην ομοιότητα
όπως όλα τα χρώματα στο άσπρο.

Ποιο απ' αυτά είναι διπλό εκεί πέρα και ποιο εδώ πέρα λείπει;
Ποιο απ' αυτά γελάει με δυο χαμόγελα;
Ποιανού η φωνή ακούγεται για δίφωνη;
Ποιος γνέφει συναινώντας για δυο κεφάλια;
Ποιανού η χειρονομία υψώνει το κουταλάκι στα χείλη;
Ποιος εδώ έγδαρε ποιον;
Ποιο ζει ακόμα εδώ και ποιο έχει πεθάνει
στις γραμμές μπλεγμένο ποιας παλάμης;

Λίγο λίγο το να ατενίζεις επίμονα καταλήγει σε δίδυμα.
Η οικειότητα είναι η καλύτερη απ' τις μανάδες —
να μην ξεχωρίζει κανένα απ' τα μικρά αγγελούδια,
μόλις να θυμάται ποιο είναι ποιο.

Στη χρυσή επέτειο του γάμου τους, αυτήν την επίσημη μέρα,
ένα περιστέρι που το βλέπουν να είναι το ίδιο στάθηκε στο παράθυρο.

Wisława Szymborska
*μτφ: Βασίλης Καραβίτης
-Μια ποιητική διαδρομή-



ΤΟ ΒΓΕΝΑΚΙ

Έτσι ξαφνικά — και την ώρα που δεν το προσμένανε πια πες το θάμα — ανακαλύψανε πως πάντα είναι καιρός για την απολύτρωση που υπάρχει μέσα στο να δοθεί κανένας ολάκερος. Και σα νιώσανε την αγάπη να τους κρουτταλεί την καρδιά, καταλάβανε πως μέσα στον άνθρωπο τον ώριμο υπάρχει πάντα το παιδί. Κάθεται και περιμένει την ώρα του, να το ξυπνήσουν, να το χαϊδέψουν και να το τραγουδήσουν. Το Βγενάκι δεν έβρισκε πια αστείο τ' όνομά της στο στόμα τ' αντρός της. Ένα περιβόλι γεμάτο λουλούδια και πουλιά, γεμάτο τρεχούμενα νερά, άνοιξε μπροστά τους. Μπήκανε μέσα κρατημένοι χέρι - χέρι οι δυο μεσόκοποι και ξαναγενήκανε παιδιά.

— Γεράσαμε πια, βρε Βγενάκι, της είπε μια μέρα κείνος στ' αστεία στα σοβαρά. Γεράσαμε και γνώση δε βάλαμε, μόνο μωρουδίζουμε ακόμα.
Και γέλασε με τ' ανοιχτό του γέλιο καί της έσφιξε τα χέρια.
— Χαχ - χαχ - χα !

Το Βγενάκι τόνε κοίταξε με τα παιδιάτικα μάτια της, χάιδεψε το χέρι του με τα κοντόφαρδα δάχτυλα κ' είπε:
— Δε γεράσαμε, Πελοπίδα, κ' έννοια σου. Μόνο μαζεύαμε τόσα χρόνια αγάπη, να 'χουμε ως που να γύρουμε, και να μη μας λείψει...

Στρατής Μυριβήλης
-Το πράσινο βιβλίο-


ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΣΤΟ ΓΙΑΛΟ

Κάποτε θα γνωριστούμε τυχαία σε κάποιο σπίτι φιλικό
Θα συστηθούμε, βαθιά θα κοιταχτούμε
και θα 'μαστε κι οι δυο σταγόνες στο γιαλό

Κάποτε θα 'ρθουν καλοκαίρια, κι ύστερα το φθινόπωρο
Θ' αγαπηθούμε με τις καρδιές στα χέρια
και θα 'μαστε κι οι δυο σταγόνες στο γιαλό

Κάποτε θα μου δίνεις ένα βλέμμα, κάποτε θα σου τραγουδώ
Θα 'σαι το σώμα το αίμα θα ‘μαι 'γώ
και θα 'μαστε κι οι δυο σταγόνες στο γιαλό

Κι ύστερα τα χρόνια θα γεράσουν, κι ύστερα θα φύγουμε κι οι δυο
Θα ξεχαστούμε αιώνες θα περάσουν
και θα 'μαστε κι οι δυο σταγόνες στο γιαλό

Αλκίνοος Ιωαννίδης
- με τους Σωκράτη Μάλαμα, Χαρούλα Αλεξίου, Αλκίνοο Ιωαννίδη

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 23, 2013

233 ~ πρωτοχρονιά, iii



Νέο έτος, νέο πρωινό.
Του περσινού χρόνου η βουή
γεμίζει τις παλάμες μας.

István Vörös
*μτφ: Έφη Πυρπάσου
-Η κοινή μας φούγκα-


ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

Υπάρχουν δυο πράγματα τώρα πια,
Η μεγάλη μαύρη νύχτα που σβήνει
Κι αυτή η λάμπουσα φωτιά.

Η φωτιά, η επικεντρωμένη αναμονή
Κι εμείς δυο έτοιμα σημάδια
Που στέκουν μες στην προσμονή.

Άκου η σκοτεινιά αντηχεί
Όπως κυκλώνει τη φωτιά μας
Βγάλε τα ρούχα, πες ευχή.

Οι ώμοι σου, στο λαιμό σου σημάδι!
Τα στήθη σου, η γυμνότητά σου!
Στο φλεγόμενο δέρμα το χάδι!

Όπως η σκοτεινιά τρεμοσβήνει και βυθίζεται,
Όπως το φως της φωτιάς πέφτει κι ανακλαδίζετα
Από τα πόδια σου ως τα χείλη λικνίζεται!

D.H. Lawrence
*μτφ: Θάνος Κανδύλας
-Περίπλους, τχ.50-


ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Σκέπτομαι, ξανασκέπτομαι τι στίχους να σου γράψω;
Αίσθημα, ποιο απ' της καρδιάς τα βάθη να ξεθάψω;
Σαν τι ευχή πρωτοχρονιάς η ποίησις να στείλη
Στην πειο ωραία Μούσα της, στην πειο καλή της φίλη;

Και δεν ευρίσκω αίσθημα να σου εκφράσω ένα!
Αχ! όλα βρίσκονται βαθειά στα στήθη μου κλεισμένα.
Ευχή, αγάπη, θαυμασμός και δέησις ακόμα,
Μα είν' βαθειά μέσ' την καρδιά, δεν φθάνουν ως το στόμα

Δημήτριος Ι. Κόκκος
-Ανθ. Νεοελ/κής Ποιήσεως Απ. Αποστολίδη-

Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Πρωτοχρονιά του 1960

Να λοιπόν και η Πρωτοχρονιά του χίλια εννιακόσια εξήντα! Απίστευτη βέβαια, αλλά φαίνεται, πως είναι αληθινή. Παραμονή, ανεβαίνω το χαρούμενο δρόμο, ανάμεσα στην πυκνή κοσμοσύναξη, που δεν αφήνει τόπο να υπάρξεις. Σέρνεις και σέρνεσαι, από σταυροδρόμι σε σταυροδρόμι, από προθήκη σε προθήκη. Άλλοτε είταν τα πολλά λαμπιόνια, τα τόξα με το άσπρο φως. Τώρα υπάρχουν τα μεγάλα φανάρια και τα χρώματα, τα πράσινα, τα κόκκινα, τα γαλάζια, που ανάβουν και σβήνουν. Οι προθήκες εξακολουθούν να είναι γεμάτες παρδαλές γραβάτες και άδεια κοστούμια, άδεια παπούτσια, άδεια καπέλα, σιδηροδρομάκια, σιδερένια ζωάκια, κούκλες με λαμπρά φουστάνια και άδεια μέσα στις γεμάτες προθήκες. Ακόμη και οι αναπτήρες δεν έχουν βενζίνη. Κάποτε συλλογιόσουν τούτη την Πρωτοχρονιά, μ' αυτό το εξήντα, το στρογγυλό, το προχωρημένο και προσπαθούσες να μαντέψεις το πρόσωπό της: «πώς θα είναι ο κόσμος;». Καθώς κάθεσαι τώρα και συλλογιέσαι: «πώς θα είναι ο κόσμος στα χίλια εννιακόσια εβδομήντα, ογδόντα, ενενήντα, στα δυο χιλιάδες;». Kαι βέβαια, ο κόσμος θα έχει αλλάξει. Ολοένα αλλάζει ο κόσμος. Μα όσο γοργή κι αν συμβαίνει η αλλαγή, μονάχα την πρώτη, την ολόπρωτη στιγμή ξαφνιάζει. Καθώς ο άνθρωπος, έτσι κι ο κόσμος μεταμορφώνεται σιγά σιγά, χωρίς να το νιώθει. Και πρέπει να βάλει κάποια σημάδια κανείς, να ορίσει μεγάλα κομμάτια του χρόνου, για να μπορέσει να την κάμει συνείδησή του την αλλαγή. Το σήμερα φαίνεται πως είναι το ίδιο το χθες. Χρειάζονται μια σύναξη χθες, για ν' αλλάξει το σήμερα. Να λοιπόν και Πρωτοχρονιά του χίλια εννιακόσια εξήντα!

Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος
-Νέα Εστία, τχ. 780-
(αρχείο ΕΚΕΒΙ)


ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ!

...γιατί ο χρόνος δεν υπάρχει
γιατί ο χρόνος είσαι εσύ κι όλοι άλλοι
και κανείς δεν γνωρίζει η ζωή πού θα βγάλει
κι όλο αυτό είναι μια μεγάλη γιορτή
Κι όποιος είπε "και του χρόνου!"
θα εννοεί πως δεν τελειώσαμε φέτος
ευτυχές και στο χέρι μας το νέο έτος
και πες το μου κι εσύ

Φοίβος Δεληβοριάς

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...

Κυριακή, Δεκεμβρίου 08, 2013

232 ~ ο πατέρας



Παίζω μαζί σου τον πρόσκοπο, μπαμπά. Βάζω το καθρεφτάκι του ποιήματος στο πρόσωπό σου, να δω αν θαμπώνει.

Κώστας Μαυρουδής


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ

— Η γαμπριάτική του εκείνη, το 1950, επιζωγραφισμένη αργότερα, με κάπως παραπάνω (για άντρα) ροδαλά μάγουλα, και ψεύτικα στη γωνία λουλούδια.

— Η πρώτη μας βόλτα μαζί, αμέσως μόλις περπάτησα, ενώ δίπλα μας η μητέρα προχωράει οδηγώντας μήπως και κουραστώ, το αρχοντικό για τα δεδομένα της εποχής, με κουκούλα, μωρουδίστικο αμαξάκι μου.

— Έξω απ' το μεγαλύτερο εμπορικό της πόλης μας, όπου είχαμε πάει να αγοράσουμε τα απαιτούμενα, αμέσως μετά τη γέννηση του αδελφού μου, ενώ στα χέρια μου εγώ κρατώ ένα φορτηγό ξύλινο, απαστράπτον, μεγάλο κάπως για την ηλικία μου, αγορασμένο επίτηδες, πριν από λίγο, για να προλάβει την ενδεχόμενη, ασφαλώς, ζήλεια μου.

— Γλέντι στο σπίτι μας, αμέσως μετά, κατά την ημέρα της βαπτίσεως του αδελφού μου, με πρόσωπα φιλικά να γελάνε, να ευθυμούν στο τραπέζι, και στην άκρη εκείνος να παίρνει τις πιατέλες με τα ψητά από τα χέρια της γιαγιάς μας Πολυξένης, η οποία λίγα χρόνια μετά, έτσι, για την ιστορία, έχοντας με το παραπάνω μακροημερεύσει, μας άφησε.

— Απαγγελία ποιημάτων στο Δημοτικό, όπου τα είχα χάσει και μπέρδεψα τους στίχους, γι' αυτό και μου δίνει ένα φιλί που πιο «δυνατό» και από τόσο βάθος καρδιάς, σε λυπημένο άνθρωπο, δεν έχει δοθεί, μου φαίνεται, ίδιο, ποτέ

— Στο ζαχαροπλαστείο, τις ημέρες κάποιας τοπικής εορτής μας, στην κεντρική μας μεγάλη πλατεία, με μια φιάλη μπίρας «Φιξ κάνει καλό» πάνω στο τραπέζι μας, δυο άλλες, πορτοκαλάδας, με δυσδιάκριτη τη μάρκα, καθώς και ένα κυπελάκι παγωτού της τότε γνωστής γαλακτοβιομηχανίας «Άσπρο» που μάλλον, κατά παραχώρησιν, λόγω της ημέρας, πρέπει να μου είχε επιτρέψει να φάω εγώ,

— Τσολιαδάκι, μαζί με τον αδελφό μου, την εικοστή πέμπτη Μαρτίου, ενώ εκείνος στην άκρη, νομίζοντας ότι δεν τον έπιανε ο φακός, χαμογελώντας γλυκά, και κρατώντας στα χέρια του μαρούλια και κρεμμυδάκια φρέσκα, που τότε είχαν πρωτοβγεί, μια και δεν υπήρχαν όπως σήμερα, ολοχρονίς, τα ψυγεία.

— Σε αναψυκτήριο δροσερό (στην Αθήνα τώρα πια), προς τιμή μου, διότι τέλειωσα το Λύκειο και θα συμμετείχα σε λίγο στις εξετάσεις του «Ακαδημαϊκού», τις σημερινές «Πανελλήνιες». Περικοκλάδες και άλλα καλλωπιστικά γύρω μας, ενώ το ουζάκι του στο ποτήρι, ανάμεσα στις γρανίτες και τα αναψυκτικά, έδινε όντως έναν τόνο χαρακτηριστικό, χαλαρότητας και ξεκούρασης.

— Επισκεπτήριο κοιτά, την περίοδο πού ήμουν νεοσύλλεκτος, στο στρατό, τέλος, ενώ μου δίνει χαμογελαστός λεφτά, και εγώ κάνω πως δεν τα θέλω.

— Ω πατέρα, η ημέρα, τα παιδιά και οι δουλειές μας, έγιναν για να μας κάνουν να ξεχνούμε, και ο χρόνος σιγά σιγά, ίσως, για να μας μακραίνει. Ο ύπνος όμως πατέρα, ο ύπνος, έγινε για να έρχεσαι.

Γιώργος Μαρκόπουλος
-η λέξη, τχ.170-


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ ΣΤΑ ΕΙΚΟΣΙ ΔΥΟ ΤΟΥ

Οκτώβριος. Εδώ σε αυτήν την υγρή, άγνωστη κουζίνα
παρατηρώ το αμήχανο νεανικό πρόσωπο του πατέρα μου.
Με συνεσταλμένο μορφασμό, κρατά στο ένα χέρι μια αρμαθιά
αγκαθωτές πέρκες, στο άλλο
ένα μπουκάλι μπίρα Κάρλσμπαντ

Με τζην παντελόνι και πουκάμισο, ακουμπά
στο μπροστινό φτερό μιας Φορντ του 1934.
Θα προτιμούσε να ποζάρει ντόμπρα και εγκάρδια για τους απογόνους του,
να φορά το παλιό του καπέλο ανασηκωμένο πάνω απ' το αυτί.
Όλη του τη ζωή ο πατέρας μου ήθελε να είναι θαρραλέος.

Όμως τα μάτια τον προδίδουν, όπως και τα χέρια
που χαλαρά παρουσιάζουν την αρμαθιά με τις ψόφιες πέρκες
και το μπουκάλι μπίρας. Πατέρα, σε αγαπώ,
όμως πώς μπορώ να σου πω σ' ευχαριστώ, εγώ που ούτε το ποτό μου δεν μπορώ να κρατήσω,
και δεν γνωρίζω καν τα μέρη για ψάρεμα;

Raymond Carver
*μτφ: Mαρία Φακίνου
-Ποίηση, τχ.30-


ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΑ Η ΚΑΡΕΚΛΑ

Του μπαμπά η καρέκλα έχει μείνει αδειανή
εκεί κάτω απ' τα πεύκα που σουβλίζαμε αρνί
Δε μιλώ για θανάτους - είναι άλλωστε κάτι κοινό
μα τους βλέπω φευγάτους, σαν γάτους
στον καινούργιο ουρανό
... ... ...
Του μπαμπά το φλιτζάνι είναι μέσ' στο μπουφέ
μια ζωή δε μας φτάνει, έρωτά μου κρυφέ
Από ένα σερβίτσιο με κομμάτια δεκαοκτώ
ο μπαμπάς από ένα καπρίτσιο πάντα ζήταγε αυτό

Χόρεψα ένα βαλς
- στη μαμά μου άρεσε πάντα το στάνταρ του Στράους -
Φόραγε ο μπαμπάς ένα μπλε καπέλο
- το θέλω σαν το Μίκυ Μάους

(Κι όπως μια φορά,
άμα τραγουδάς την πληγή ξεγελάς τη φθορά,
μοιάζει να 'ναι η γη Κυριακής χαρά)

Σταμάτης Κραουνάκης
- με τον Κώστα Μακεδόνα

permalink σχoλια: 0 ...

Σάββατο, Νοεμβρίου 23, 2013

231 ~ τα παιδικά, iii



Μέρες μου παιδικές, υπήρξατε ή δεν υπήρξατε ποτέ;

Γιάννης Καμαρινάκης
-Επιλογή Β-


Εδώ τελειώνουν οι προσωποποιήσεις
οι παρομοιώσεις
κι όλα τα καλολογικά στοιχεία
ελπίζω
κι όμως φοβάμαι ξανά
τις συνέπειες της απόφασης αυτής
λέω πως πάλι
θα γίνουν όλα σαν και πρώτα
και σου φωνάζω
εεεεε
ααααα
μα δεν ακούς
δε γυρίζεις πίσω
στα παλιά καλοκαίρια
που στέκονται άδειες μπουκάλες αναψυκτικών

καταλαβαίνεις βέβαια
πως καμιά φυσιολατρική διάθεση
δεν υπάρχει στα λόγια μου
λίγος φόβος μόνο
λίγος δισταγμός
μερικές λέξεις ασήμαντες κατά τ' άλλα
«κοιμήσου» «αγόρι μου» «σσσσ»
η συλλογή των γραμματοσήμων μου χαρισμένη
τα παιδικά μου περιοδικά πεταμένα
και τα παιχνίδια τόσο εύθραυστα
τόσο γυάλινα
που αν τ' αγγίξω θα γίνουνε σκόνη

Γιάννης Ευσταθιάδης
-Ποιήματα 1975-1998-


Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Το παιδί που ήμουν κάποτε, ήρθε σ' εμένα
μια φορά,
με πρόσωπο αλλόκοτο.

Δε μίλησε διόλου. Περπατήσαμε
ατενίζοντας ο ένας προς τον άλλο με σιωπή. Τα βήματά μας
ποτάμι που κυλάει παράξενα.

Οι ρίζες μάς ένωσαν, στο όνομα των φύλλων που στροβιλίζει το αγέρι,
Έπειτα χωρίσαμε,
δάσος που το γράφει η γη και το αφηγούνται οι εποχές.

Ω παιδί που ήμουν κάποτε, βγες μπροστά
Τι είναι αυτό που μας ενώνει, τώρα, και τι θα λέμε;

Άδωνης
*μτφ: Ελένη Κονδύλη-Μπασούκου
-Άδωνης - Οι αναλογίες και οι αρχές-


ΠΡΟΜΗΝΥΜΑ

Ο Αλέξης ήτανε μικρός πολύ τότε, μα τα κατάφερνε μια χαρά να σκαρφαλώνη στα δέντρα και να πιάνη τζιτζίκια. Του άρεσε ακόμα να κατασκοπεύη τα μερμήγκια στα ατέλειωτα πήγαινε-έλα, με το σπυρί του σταριού στις ξανθές τους δαγκάνες. Άλλοτε γινότανε χτίστης. Σκάρωνε σπίτια ή δρόμους ή μικρούς φούρνους. Η Λία δεν τα κατάφερνε διόλου καλά σε κάτι τέτοια — ήτανε βλέπεις κορίτσι αυτή. Και παρακολουθούσε λυπημένη.

Μα το πιο ωραίο και για τους δυο τους ήτανε να το σκάσουν απ' τα σπίτια τους και να κατεβούνε στο χωριάτικο καλύβι. Οι μεγάλοι φωνάζανε γι' αυτό, μα ποιος τους άκουγε; Είχανε πολλά πράγματα να δούνε στο καλύβι. Κι ο Αλέξης, που ήταν τολμηρότερος, παρακαλούσε τον καπετά - Νικόλα να τον πάρη μαζί που θα 'ριχνε τα δίχτυα. Και πια, δεν ήταν να τον δής. Ριχνόταν με τα μούτρα στην πλώρη της βάρκας και χάζευε το νερό που, καμμιά φορά, ήτανε ζωντανό κι ανατριχιασμένο, ως τα πράσινα βάθη του. Τα μάτια του τότε ξάνοιγαν σπρωγμένα από μιαν ανήσυχη περιέργεια. Τις περισσότερες όμως φορές έμενε στο καλύβι. Ο καπετάνιος μπάλωνε το δίχτυ του κι αυτός χάζευε, υστερώτερα τον βοηθούσε κιόλας. Πιο πέρα, η Λία έπαιζε τις κουμπάρες με την Αλέκα, τη μικρή ψαροπούλα.

Αντώνης Βουσβούνης


Ο ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ

Τι να σου πω, τι να σου πω, τι να σου πω
που να μην το 'χει πει κανένας για κανένα
Εγώ μονάχα ένα πράγμα θα σου πω:
μου φτάνει πως μεγάλωσα με σένα

Πού είσαι τώρα και σ' έχω χάσει
καλέ μου φίλε Γιώργο Θαλάσση


Λουκιανός Κηλαηδόνης

Ετικέτες

permalink σχoλια: 0 ...